Ε-3.6, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑ, (21/7/21).

ΓΕΡΩΝΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ οἱ συνασκηταί του γιά τόν Ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό, πώς ὁ νοῦς του πολύ συχνά σταματοῦσε σέ πνευματική θεωρία καί τήν ὥρα ἀκόμη πού ἦταν ἀπασχολημένος μέ τό ἐργόχειρό του. Μιά μέρα ἔπλεξε ψαθί γιά δυό ζεμπύλια καί τό ἔρραψε σέ ἕνα. Τό κατάλαβε πιά, ὅταν πῆγε νά τό κρεμάση στή θέσι του.
Ἄλλοτε πάλι πέρασε ἀπό τό κελλί του ἕνας Ἀδελφός νά πάρη στήν ἀγορά τά ζεμπύλια τοῦ Γέροντος. Ἐκεῖνος πῆγε μέσα νά τά φέρη, ἀλλά, ἀπορροφημένος στίς σκέψεις του καθώς ἦταν, λησμόνησε καί κάθισε στό πλέξιμό του. Βλέποντας πώς ἀργοῦσε, ὁ Ἀδελφός χτύπησε πάλι τήν πόρτα. Σάν βγῆκε ὁ Γέροντας, τοῦ θύμισε τά ζεμπύλια. Μπῆκε ἐκεῖνος νά τά φέρη, μά πάλι τά ξέχασε. Γιά τρίτη φορά λοιπόν ἀναγκάστηκε νά χτυπήση ὁ Ἀδελφός.
- Τί ζητᾶς, παιδί μου; ρώτησε προβάλλοντας πάλι στήν πόρτα ὁ Ὅσιος.
- Τά ζεμπύλια, Ἀββᾶ.
Ὁ Γέροντας τότε τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἔφερε μέσα στό κελλί.
- Ἄν ἦλθες γιά ζεμπύλια, τοῦ εἶπε, νά, ἐδῶ εἶναι. Πᾶρε ὅσα σοῦ χρειάζονται, γιατί ἐγώ δέν εὐκαιρῶ.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 3.6]