ΣΤΗΝ ἀρχή τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, τόν πολέμησε μέ πολλή μανία ὁ
διάβολος τόν Ὅσιο Ἀντώνιο. Ὄταν, πολύ νέος ἀκόμη, ξεκίνησε γιά τήν
ἔρημο, τοῦ ἔρριψε ἐμπρός στά πόδια του ἕναν ἀσημένιο δίσκο.
Βλέποντάς τον ὁ Ἀντώνιος, συλλογίστηκε:
- Πῶς εἶναι δυνατόν νά βρεθῆ τέτοιο πρᾶγμα σέ τοῦτο τόν ἄβατο τόπο;
Τέχνασμα δικό σου εἶναι, διάβολε, γιά νά μέ ρίξεις στή φιλαργυρία.
Μά δέν πρόκειται μέ τέτοια νά ἐμποδίσης τήν προθυμία μου.
Καθώς ἔλεγε αὐτά, ὁ δίσκος ἔγινε ἄφαντος ἀπό τά μάτια του.
Ἄλλη φορά πάλι βρῆκε πραγματικό χρυσό στήν ἔρημο, τόν περιφρόνησε
ὅμως κι οὔτε γύρισε νά τόν κυττάξη.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.10]