Η-1.10, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (8/11/23).ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ

ΣΤΗΝ ἀρχή τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, τόν πολέμησε μέ πολλή μανία ὁ διάβολος τόν Ὅσιο Ἀντώνιο. Ὄταν, πολύ νέος ἀκόμη, ξεκίνησε γιά τήν ἔρημο, τοῦ ἔρριψε ἐμπρός στά πόδια του ἕναν ἀσημένιο δίσκο. Βλέποντάς τον ὁ Ἀντώνιος, συλλογίστηκε:
- Πῶς εἶναι δυνατόν νά βρεθῆ τέτοιο πρᾶγμα σέ τοῦτο τόν ἄβατο τόπο; Τέχνασμα δικό σου εἶναι, διάβολε, γιά νά μέ ρίξεις στή φιλαργυρία. Μά δέν πρόκειται μέ τέτοια νά ἐμποδίσης τήν προθυμία μου.
Καθώς ἔλεγε αὐτά, ὁ δίσκος ἔγινε ἄφαντος ἀπό τά μάτια του.
Ἄλλη φορά πάλι βρῆκε πραγματικό χρυσό στήν ἔρημο, τόν περιφρόνησε ὅμως κι οὔτε γύρισε νά τόν κυττάξη.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.10]

 

Η-1.11, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (8/11/23).

Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ἑνός πλουσίου μοναστηριοῦ, ρώτησε κάποτε τόν Ἀββᾶ Ποιμένα, μέ τί τρόπο μποροῦσε ν’ ἀποκτήση φόβο Θεοῦ. Ὁ ἀσκητής χαμογέλασε.
- Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἀδελφέ, τοῦ εἶπε, δέν ἀποκτᾶται μέ ἀποθῆκες γεμᾶτες ὅλων τῶν εἰδῶν τά τρόφιμα, μέ βαρέλια τυριά καί παστά ἀκόμη.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.11]

 

Η-1.12, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (8/11/23).

ΚΑΠΟΙΟΣ Ἅγιος Ἐρημίτης ἔκανε μέ τήν προσευχή του καλά ἕνα δαιμονισμένο. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό, εὐγνωμοσύνη πῆγε δῶρο στόν Γέροντα ἕνα σακκούλι χρυσάφι.
Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά τό δεχτῆ. Σάν εἶδε πώς ὁ ἄνθρωπος στενοχωρεῖτο, τόν συμβούλεψε νά μοιράση τό χρυσάφι στούς φτωχούς κι ἐκεῖνος κράτησε μόνο τό σακκούλι πού ἦταν τρίχινο. Μ' αὐτό ὁ Ἐρημίτης ἔφτιαξε ἕνα πουκάμισο καί τό φοροῦσε κατάσαρκα γιά νά βασανίζη τό γέρικο κορμί του..

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.12]