ΠΟΛΥ καιρό κόπιασε ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων κι οἱ μαθηταῖ του νά κτίσουν ἕνα
μικρό μοναστηράκι γιά νά ζήσουν ἥσυχα ἐκεῖ. Ὅταν πιά τό τελείωσαν
καί πῆγαν εὐχαριστημένοι νά ἐγκατασταθοῦν, ἀντελήφθηκε ὁ Γέροντας
πρᾶγμα ἐπιζήμιο σ’ ἐκεῖνον τόν τόπο. Τότε πρόσταξε τούς μαθητές του
χωρίς δισταγμό:
- Ἐλάτε γρήγορα νά φύγωμε ἀπό ‘δῶ.
Στό ἄκουσμα αὐτό ἐκεῖνοι ἀναστατώθηκαν.
- Ἄν εἶχες στό νοῦ σου, Ἀββᾶ, τοῦ εἶπαν, νά μή μείνωμε σέ τοῦτον τόν
τόπο, γιατί νά κοπιάσωμε τόσο νά χτίσωμε κελλιά; Θά μᾶς κοροϊδεύουν
oἱ ἄνθρωποι, σάν μᾶς ἰδοῦν. «Νά, φεύγουν πάλι oἱ ἀκάθαρτοι», θά
λένε.
- Oἱ ἀπερίσκεπτοι μπορεῖ νά μᾶς γελάσουν, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, μά oἱ
φρόνιμοι θά συμφωνήσουν μαζί μας, πού γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί γιά
τῆς ψυχῆς μας τήν ὠφέλεια περιφρονήσαμε τούς κόπους. Ὄμως δέν βιάζω
κανένα, ἄς μέ ἀκολουθήσει ὅποιος θέλει.
Μπροστά στή σταθερή ἀπόφασι τοῦ ἅγιου Γέροντος, ὑποχώρησαν καί τόν
ἀκολούθησαν ὅλοι oἱ μαθηταῖ.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές
από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.15]