Η-1.16, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (22/11/23).ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ

ΘΕΛΟΝΤΑΣ ὁ Ἀββᾶς Εὐτρόπιος νά δείξῃ σ’ ἕνα νέο μοναχό πώς δέν ἔπρεπε νά ἔχει προσκόλλησι στά γήινα, ἀλλά νά τά θεωρῆ πρόσκαιρα καί νά τά περιφρονῆ, τοῦ ἔδωσε αὐτή τή συμβουλή:
- Χόρτο φᾶγε, χόρτο φόρεσε, σέ χόρτο κοιμήσου.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.16]

 

Η-1.17, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (22/11/23).

ΤΟΣΟ ἀκτήμων ἦταν ὁ Ἀββᾶς Μεγέθιος, πού ὅταν ἔβγαινε ἀπό τό κελλί του νά περπατήσῃ στήν ἔρημο καί τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός του νά πάῃ νά μείνῃ σ’ ἄλλον τόπο, ἔφευγε ἀμέσως καί δέν γύριζε σ’ αὐτόν, γιατί δέν εἶχε τίποτε νά πάρῃ μαζί του. Τή βελόνα, πού τοῦ χρειαζόταν γιά τό ἐργόχειρό του, τήν εἶχε πάντα στήν τσέπη του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.17]

 

Η-1.18, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (22/11/23).

ΜΙΑ φορά ὁ Ζαχαρίας, ὁ μαθητῆς του Ἀββᾶ Σιλουανοῦ, χωρίς νά ρωτήσῃ τόν Γέροντα, πῆρε τούς ἄλλους ἀδελφούς κι ἔρριξαν κάτω τόν φράκτη γιά νά μεγαλώσουν τό μικρό τους κῆπο. Σάν τό εἶδε ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός, χωρίς νά τούς πῇ λέξι, φόρεσε τό μανδύα του καί τούς ἀποχαιρέτησε:
- Εὔχεσθε γιά μένα, ἀδελφοί, ἦταν τά μοναδικά λόγια, πού ἔβγαλε ἀπό τό στόμα του, καθῶς ἔφευγε.
Ἐκεῖνοι σάστισαν πού τόν εἴδαν τόσο ξαφνικά νά φεύγῃ.
- Ποῦ πᾶς, Ἀββᾶ; τόν ρώτησαν. Τί σοῦ συμβαίνει;
- Δέ μπαίνω μέσα σέ τοῦτο τό κελλί, οὔτε τό μανδύα βγάζω ἀπό πάνω μου, τούς εἶπε τότε ὁ Γέροντας, ἄν δέν φέρετε τόν φράχτη στήν πρωτινή του θέσι.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.18]