ΜΙΑ φορά ὁ Ζαχαρίας, ὁ μαθητῆς του Ἀββᾶ Σιλουανοῦ, χωρίς νά ρωτήσῃ
τόν Γέροντα, πῆρε τούς ἄλλους ἀδελφούς κι ἔρριξαν κάτω τόν φράκτη
γιά νά μεγαλώσουν τό μικρό τους κῆπο. Σάν τό εἶδε ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός,
χωρίς νά τούς πῇ λέξι, φόρεσε τό μανδύα του καί τούς ἀποχαιρέτησε:
- Εὔχεσθε γιά μένα, ἀδελφοί, ἦταν τά μοναδικά λόγια, πού ἔβγαλε ἀπό
τό στόμα του, καθῶς ἔφευγε.
Ἐκεῖνοι σάστισαν πού τόν εἴδαν τόσο ξαφνικά νά φεύγῃ.
- Ποῦ πᾶς, Ἀββᾶ; τόν ρώτησαν. Τί σοῦ συμβαίνει;
- Δέ μπαίνω μέσα σέ τοῦτο τό κελλί, οὔτε τό μανδύα βγάζω ἀπό πάνω
μου, τούς εἶπε τότε ὁ Γέροντας, ἄν δέν φέρετε τόν φράχτη στήν
πρωτινή του θέσι.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές
από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.18]