ΕΝΑΣ πλούσιος ἄρχοντας πῆγε νά ἐπισκεφθῇ τή σκήτη τῶν Πατέρων. Μαζί
του εἶχε πολλά χρήματα γιά νά τούς φιλοδωρήση καί τά ἔδινε στόν
Πρεσβύτερο νά τά μοιράση, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ καθενός.
- Οἱ Γέροντες δέν χρειάζονται χρήματα, τοῦ εἶπε ὁ Πρεσβύτερος.
Ἐπειδή ὅμως ἐπέμενε ὁ ἄρχοντας, τά ἔβαλε σ’ ἕνα σακκούλι καί τό
κρέμασε στήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας. Τήν Κυριακή πού πῆγαν οἱ Πατέρες
νά λειτουργηθοῦν, ὁ Πρεσβύτερος τούς εἶπε:
- Ὅποιος χρειάζεται χρήματα, ἄς πάρει ἀπό ’κεῖνο τό σακκούλι.
Κανένας ὅμως δέν πλησίασε νά πάρῃ. Οἱ πιό πολλοί μάλιστα δέ γύρισαν
κάν νά κυττάξουν πρός τά ἐκεῖ. Γύρισε τότε ὁ Πρεσβύτερος καί εἶπε
στόν ἀρχοντα, πού στεκόταν παράμερα καί παρακολουθοῦσε:
- Βλέπεις πῶς οἱ μοναχοί ἀποστρέφονται τά χρήματα. Πάρε τα λοιπόν
καί μοίρασέ τα στούς φτωχούς. Ὁ Θεός δέχτηκε τήν καλή σου προαίρεσι.
Ὁ ἄρχοντας ἔφυγε, θαυμάζοντας τήν ἀφιλοχρηματία τῶν Πατέρων.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.19]