Η-1.23, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (13/12/23).ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ

ΕΝΑΣ πλούσιος εἰδωλολάτρης ὁδηγήθηκε στό Χριστό ἀπό ἕνα χριστιανό Ἱερέα.
Λίγο πρίν λάβει τό Ἅγιον Βάπτισμα, εἶπε στόν Ἱερέα πώς ἐπιθυμοῦσε νά μοιράση ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς. Ὁ Ἱερεῦς τόν πῆρε μαζί του νά ἐπισκεφθοῦν τίς πιό φτωχικές συνοικίες τῆς πόλεως, γιά νά ἰδῇ ὁ πλούσιος μέ τά μάτια του τή δυστυχία.
Χτύπησαν τήν πόρτα μιᾶς ἐτοιμόρροπης καλύβας. Μιά γλυκειά φωνή τούς κάλεσε νά μποῦν. Βρῆκαν ἕνα νέο παράλυτο κι ἀπό τά δυό του πόδια, καθισμένο πάνω σ’ ἕνα ἀχυρένιο στρώμα νά πλέκῃ μέ πολύ κόπο ψαθί. Το πρόσωπό του ὅμως ἔλαμπε ἀπό μιά ἐσωτερική χαρά, πού τοῦ προξενοῦσε ἡ ἐγκαρτέρησι στή βασανιστική ἀρρώστια. Στήν καλύβα δέ βρισκόταν ἄλλο τίποτε ἀπό τό ἀχυρένιο στρῶμα.
Ἀνατρίχιασε ὁ πλούσιος ἀπό τή φτώχεια, πού ἀπλωνόταν μπροστά του, κι ἄνοιξε τό πουγγί του νά δώση γενναίο φιλοδώρημα στόν ἄρρωστο, ἰκανό νά τοῦ ἐξασφαλίση γιά πολύ καιρό μιά ἄνετη ζωή. Ἐκεῖνος, ὄμως, μέ πολλή εὐγένεια, ἀρνήθηκε:
- Ὁ Θεός νά σέ ἀνταμείβει γιά τήν ἀγάπη σου ἀδελφέ, τοῦ εἶπε, ἀλλά ὅπως βλέπεις, ἔχω ὅσα μοῦ χρειάζονται. Ἀς εἶναι δοξασμένο τό ὀνομά Του πού μοῦ στέλνει τοῦτα τά βάγια νά βγάζω μέ τόν κόπο μου τό καθημερινό μου ψωμί. Τά παραπανίσια, δίχως ἄλλο, θά μέ βλάψουνε.
Γεμᾶτος θαυμασμό γιά τήν ἀρετή τοῦ νέου ὁ ἄρχοντας κι ὁ Ἱερεῦς, δέν θεώρησαν σωστό νά ἐπιμείνουν. Ἔφυγαν μακριά. Βρῆκαν ἕνα μικρό κορίτσι ὥς δέκα χρόνων, ντυμένο μέ κου-ρέλια, πού μόλις μποροῦσαν νά κρύψουν τή γύμνια του. Τούς εἶπε πώς ἦταν ὀρφανή ἀπό πατέρα καί ζοῦσε μέ τή μητέρα της. Ὁ πλούσιος ἔβγαλε νά τῆς δώση ἐλεημοσύνη, μά ἡ μικρή κόρη ἀρνήθηκε:
- Ἡ μητέρα βρῆκε σήμερα δουλειά καί θά φέρῃ ψωμί νά φᾶμε.
Τήν ρώτησαν γιά τήν ἐργασία τῆς μητέρας της καί εἶπε πώς ξενόπλενε. Δέν ἄργησε ὡστόσο νά φανῇ κι ἡ βασανισμένη χήρα, κατάκοπη ἀπό τή σκληρή δουλειά. Ὁ ἄρχοντας τήν παρακάλεσε νά δεχτῇ τήν προσφορά του. Η χήρα ὅμως δέν ἤθελε οὔτε νά τ’ ἀκούση:
- Ὁ Θεός φροντίζει κάθε μέρα γιά μᾶς, ἄρχοντά μου, τοῦ εἶπε. Πῶς εἶναι δυνατόν λοιπόν νά τόν ἀντικαταστήσης τώρα ἐσύ;
Ἔφυγε κι ἀπό ’κεῖ ὁ πλούσιος, παίρνοντας μεγάλο δίδαγμα ἀπό τήν ἀφιλοχρηματία τῶν πτωχῶν καί τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τους στό Θεό.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.23]