ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στή Ραϊθῶ ἕνας πλούσιος χριστιανός κι ἐμοίρασε στούς
ἀσκητᾶς ἀπό ἕνα χρυσό νόμισμα. Τήν ἴδια νύχτα, ἕνας ἀπ’ αὐτούς εἶδε
στόν ὕπνο του πώς βρέθηκε σ’ ἕνα ἀπέραντο χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια.
Κάποιος ἀξιωματικός, πού στεκόταν παράμερα, τόν πρόσταζε:
- Πάρε τοῦτο τό δρεπάνι, Ἀββᾶ, καί θέρισε τό χωράφι τοῦ πλουσίου,
πού σέ πλήρωσε σήμερα.
Μόλις ξημέρωσε, πῆρε τό νόμισμα ὁ ἀσκητῆς καί τό πῆγε στό δωρητή:
- Πᾶρε τά λεπτά σου ἀδελφέ, τοῦ εἶπε, γιατί δέν εὐκαιρῶ νά θερίζω
ξένα ἀγκάθια. Εἴθε νά προλάβω νά ξερριζώσω τά δικά μου.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.24]
Η-1.25, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (20/12/23).
ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΙ Μοναχοί, λέγει ἕνας ἀπό τούς Γέροντας, δέ δέχονται πρᾶγμα ἀπό κανένα. Οἱ μέσοι δέ ζητοῦν μόνοι τους, ἀλλ’ ἄν τούς δώση κανεῖς ἀπό δική του προαίρεσι, δέν ἀρνοῦνται. Οἱ ἀσθενεῖς ὅμως πού δέν μποροῦν νά ἐργάζωνται, ἄς ζητοῦν τά πολύ ἀναγκαῖα, μέ μεγάλη ταπείνωσι, κατηγορῶντας διαρκῶς γι’ αὐτό τόν ἑαυτό τους.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.25]