Η-1.26, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (27/12/23).ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ

ΑΝ ΕΧΩ ἐξασφαλίσει τό ψωμί τῆς ήμέρας, ἔλεγε ὁ Ὅσιος Μακάριος, καί μοῦ φέρει κανείς καί μάλιστα κοσμικός κι ἄλλα τρόφιμα, καταλαβαίνω πώς ἀπό τόν πειρασμό γίνεται τοῦτο, πού θέλει νά μέ ρίξει στήν ἀπληστία, καί δέν τά δέχομαι. Ἄν καμμιά φορά βρίσκωμαι σέ πραγματική ἀνάγκη, ὁ Θεός μοῦ στέλνει, μέ κάποιον καλό ἄνθρωπο, ἐκεῖνα πού χρειάζομαι, ὅπως ἔστειλε στό Δανιήλ, στό λάκκο τῶν λεόντων, τροφή μέ τόν προφήτη Ἀββακοῦμ. Ὅταν ἔχω χρήματα καί τά κρατῶ, ἐνῶ περιμένω νά μέ συντηροῦν oἱ ἄλλοι, μοιάζω μέ τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, πού περιφρόνησε τή Χᾶρι τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀγάπη τῶν χρημάτων.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.26]

 

Η-1.27, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (27/12/23).

ΛΕΝΕ γιά κάποιο πολύ φτωχό Ἐρημίτη πώς, σάν τοῦ πήγαινε κανένας ἀδελφός λίγο φαΐ καί τύχαινε νά τοῦ πάη κι ἄλλος τήν ἴδια μέρα, δέν κρατοῦσε τό δεύτερο, λέγοντας:
- Μ' ἔθρεψε σήμερα ὁ Κύριός μου. Μοῦ ἀρκεῖ αὐτό.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.27]

 

Η-1.28, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (27/12/23).

ΑΝ Ο Κύριός μου θέλη νά ζῶ, συνήθιζε νά λέγῃ ὁ Ἀββᾶς Φορτᾶς πού ἦταν χρόνια κατάδικος ἀπό βασανιστική ἀρρώστια, ξέρει πῶς νά μέ οίκονομεῖ. Ἄν πάλι δέ θέλει, μοῦ εἶναι περιττή ἡ ζωή.
Ἔτσι ζοῦσε μέ μεγάλη στέρησι καί δέν ἔπαιρνε ἀπό κανένα ἐλεημοσύνη.
- Ὅταν κάποιος μοῦ κάνει μιά δωρεά, ἔλεγε ἄλλη φορά, ὄχι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀπό καθῆκον, ἄν τήν πάρω, ἀδικῶ τόν δωρητή, γιατί οὔτε ἐγώ μπορῶ νά τήν ἀνταποδώσω, οὔτε ἀπό τόν Θεόν ἔχει ἀμοιβή.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.28]

 

Η-1.29, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (27/12/23).

ΚΑΘΩΣ περπατοῦσε στήν ἔρημο ἕνας νέος ὑποτακτικός, βρῆκε ἕνα ξύλο, πού πρίν ἀπό λίγο εἶχε πέσει ἀπό μιά φορτωμένη καμῆλα. Τό σήκωσε καί τό πῆγε στήν καλύβα του.
- Ποῦ τό βρήκες; τόν ρώτησε ὁ Γέροντάς του.
- Στό δρόμο, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
- Ἄν τό ἔφερε μπροστά στά πόδια σου τυχαῖα ὁ ἄνεμος, ἔχει καλῶς, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας. Ἄν ὅμως τό ἔχασε κανένας ἄνθρωπος, πήγαινε νά τό ρίξης ἐκεῖ πού τό βρῆκες, γιά νά μή καταδικαστῆς μέ τούς ἀδίκους.
Ἔτσι ὁ νέος τό πῆγε πίσω στή θέσι πού τό εἶχε βρῆ.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.29]