ΑΝ ΕΧΩ ἐξασφαλίσει τό ψωμί τῆς ήμέρας, ἔλεγε ὁ Ὅσιος Μακάριος, καί μοῦ φέρει κανείς καί μάλιστα κοσμικός κι ἄλλα τρόφιμα, καταλαβαίνω πώς ἀπό τόν πειρασμό γίνεται τοῦτο, πού θέλει νά μέ ρίξει στήν ἀπληστία, καί δέν τά δέχομαι. Ἄν καμμιά φορά βρίσκωμαι σέ πραγματική ἀνάγκη, ὁ Θεός μοῦ στέλνει, μέ κάποιον καλό ἄνθρωπο, ἐκεῖνα πού χρειάζομαι, ὅπως ἔστειλε στό Δανιήλ, στό λάκκο τῶν λεόντων, τροφή μέ τόν προφήτη Ἀββακοῦμ. Ὅταν ἔχω χρήματα καί τά κρατῶ, ἐνῶ περιμένω νά μέ συντηροῦν oἱ ἄλλοι, μοιάζω μέ τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, πού περιφρόνησε τή Χᾶρι τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀγάπη τῶν χρημάτων.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.26]
Η-1.27, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (27/12/23).
ΛΕΝΕ γιά κάποιο πολύ φτωχό Ἐρημίτη πώς, σάν τοῦ πήγαινε κανένας
ἀδελφός λίγο φαΐ καί τύχαινε νά τοῦ πάη κι ἄλλος τήν ἴδια μέρα, δέν
κρατοῦσε τό δεύτερο, λέγοντας:
- Μ' ἔθρεψε σήμερα ὁ Κύριός μου. Μοῦ ἀρκεῖ αὐτό.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.27]