Ο ΠΑΪΣΙΟΣ, ὁ νεώτερος ἀδελφός τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένος, βρῆκε τυχαίως μιά
μέρα στήν ἔρημο ἕνα μικρό δοχεῖο μέ χρυσά νομίσματα. Σάν γύρισε στήν
καλύβα τους, πῆρε παράμερα τόν μεγαλύτερο ἀπό τούς ἀδελφούς του, τόν
Ἀββᾶ Ἀνοῦβ, καί τοῦ εἶπε ἐμπιστευτικά:
- Δέ βλέπεις πόσο σκληρός εἶναι γιά ὅλους μας ὁ Ποιμήν καί διαρκῶς
θέλει ἀπό μᾶς αὐστηρή ἄσκησι; Ἄς τόν ἀφήσωμε ἐδῶ μόνο κι ἄς πάμε
ἐμεῖς οἱ ἄλλοι νά φτιάξωμε δικό μας Μοναστήρι καί νά ζήσωμε ἥσυχοι.
- Καί ποῦ θά βροῦμε χρήματα; ρώτησε ξαφνιασμένος ὁ Ἀββᾶς Ἀνοῦβ.
Μέ τρόπο ὁ Παΐσιος τοῦ ἔδειξε τό θησαυρό του. Βλέποντας τόσα χρήματα
στά χέρια τοῦ νέου ὁ φρόνιμος Ἀββᾶς λυπήθηκε γιά τή ζημία τῆς ψυχῆς
του, μά δέν τοῦ τό ἔδειξε.
- Πᾶμε πέρα ἀπό τόν ποταμό νά βροῦμε κατάλληλο τόπο, τοῦ ἀποκρίθηκε.
Τοῦ πῆρε ὅμως τά νομίσματα καί τά ἔκρυψε στό σκοῦφο του. Μά καθῶς
περνοῦσαν τό ποτάμι, ἔκανε δῆθεν μιά ἀπότομη κίνησι ὁ Ἀββᾶς Ἀνοῦβ
καί πέσανε ὅλα στό νερό. Ὕστερα προσποιήθηκε πώς λυπόταν.
- Μή στενοχωριέσαι, τοῦ εἶπε ὁ Παΐσιος, πού, χάνοντας τά χρήματα,
τοῦ ἔφυγε κι ἡ ἐπιθυμία μαζί νά ζήσῃ ἀνεξάρτητος. Ἀφοῦ δέν ἔχομε πιά
χρήματα, ἄς γυρίσωμε πίσω στόν ἀδελφό μας.
Ἔτσι γύρισαν στήν καλύβα τους κι ἐζησαν μέ εἰρήνη ὥς τό τέλος τῆς
ζωῆς τους.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.3]