ΕΝΑΣ ἀδελφός ἀπό τήν ἔρημο πῆγε στήν πόλι νά πουλήση τά καλάθια του.
Πλησιάζοντας στήν ἀγορά, εἶδε πεσμένο κάτω ἕνα σακκούλι. Τό σήκωσε
καί κατάλαβε πώς εἶχε μέσα πάνω ἀπό χίλια χρυσά νομίσματα, γιατί
ἦταν πολύ βαρύ. Δέν τό πείραξε ὅμως, περίμενε ἐκεῖ ἀκίνητος, μέ τήν
σκέψι πώς θά ἔλθη νά τό ἀναζητήση ἐκεῖνος πού τό ἔχασε.
Σέ λίγο φάνηκε ἕνας ἄνθρωπος καταστενοχωρημένος καί γύρευε τό
σακκούλι, πού τοῦ εἶχε πέσει ἀπό τή ζώνη του.
Ὁ ἀδελφός τοῦ τό παρέδωσε ἀμέσως. Συγκινημένος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν
καλωσύνη τοῦ Μοναχοῦ, ἔβγαλε ἀπό τό σακκούλι μιά χούφτα χρυσά
νομίσματα γιά νά τόν ἀνταμείψη.
- Δέν θέλω φίλε μου ἀνταμοιβή, τοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός, γι’ αὐτό πού ἦταν
καθῆκον μου νά κάνω.
Ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀφιλοχρηματία του ὁ ἄνθρωπος, ἄρχισε νά φωνάζῃ
στούς διαβᾶτες:
- Τρέξτε νά ἰδῆτε ἀληθινά τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπο.
Στό μεταξύ ὅμως χάθηκε ὁ ἀδελφός ἀνάμεσα στό πλῆθος, ἀφήνοντας καί
τά καλάθια του στή μέση, γιά νά ἀποφύγῃ τόν ἔπαινο.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.30]