ΚΑΘΩΣ γύριζαν μιά μέρα στό κελλί τους ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων μέ τόν
ὑποτακτικό του, ὁ νέος βρῆκε στό δρόμο ἕνα φρέσκο φασόλι.
- Νά τό πάρω, Ἀββᾶ; ρώτησε τόν Γέροντα.
Ἐκεῖνος τοῦ ἔρριξε ἕνα βλέμμα αὐστηρό κι ὕστερα τοῦ εἶπε:
- Μήπως τό ἔβαλες τοῦ λόγου σου ἐκεῖ;
- Ὄχι, Ἀββᾶ.
- Ἄϊ, τότε· πῶς σοῦ πέρασε ἀπό τό νοῦ πώς μπορεῖς νά τό πάρης;
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.31]
Η-1.32, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (10/1/24).
ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ κάποτε τήν ἔρημο του Ἰορδάνου, κάθησε κατάκοπος νά
ξεκουραστῇ κάτω ἀπό μιά συκιά, ὁ Ἀββᾶς Ζήνων. Πεινασμένος καθῶς
ἦταν, τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός του πώς δέν ἦταν σπουδαῖο πράγμα νά κόψῃ
ἕνα σύκο γιά νά φάῃ.
- Οἱ κλέφτες πᾶνε στήν κόλασι, ἀποκρίθηκε σ’ αὐτόν ὁ Γέροντας.
Δοκίμασε, λοιπόν, ἄν τήν ὑπομένεις, κι ὕστερα κόβεις.
Πῆρε τό ραβδί του κι ἄρχισε νά κτυπᾶ τόν ἑαυτό του ἀλύπητα.
- Ἄν δέν ὑποφέρης τήν τιμωρία, ταπεινέ, μή τολμᾶς νά κλέβῃς, εἶπε
μόνος του κι ἀπέφυγε τόν πειρασμό.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.32]