Η-1.33, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (17/1/24).ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ

ΕΛΕΓΑΝ μέ θαυμασμό οἱ Γέροντες γιά τόν Ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Πέρση, πώς ἀπό τήν πολλή του καλοσύνη ἔφτασε σέ τελεία ἀκακία.
Μιά φορά δανείστηκε ἀπό κάποιον ἀδελφό ἕνα χρυσό νόμισμα, γιά ν’ ἀγοράση λινάρι νά κάνη ἐργόχειρο. Μόλις τό προμηθεύτηκε, τοῦ ζήτησε λίγο ὁ γείτονάς του νά φτιάξη μιά ποδιά καί ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης τοῦ ἔδωσε μέ πολλή προθυμία. Τήν ἄλλη μέρα πέρασε ἀπό τό κελλί του ἄλλος ἀδελφός, εἶδε τό λινάρι καί γύρεψε κι αὐτός γιά ἕνα πουκάμισο. Ἔδωσε καί σ’ αὐτόν ὁ ἄκακος Ἰωάννης καί σέ δυό τρεῖς ἄλλους, πού ἔτυχε νά τοῦ ζητήσουν, ὥσπου τό μοίρασε ὅλο, χωρίς νά κρατήση τίποτε γιά τόν ἑαυτό του. Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες πῆγε ὁ δανειστής καί τοῦ γύρεψε τό νόμισμα.
- Πήγαινε, ἀδελφέ μου, τοῦ εἶπε ὁ Ἀββᾶς, καί θά σοῦ τό φέρω στό κελλί σου.
Μά σάν δέν εἶχε νά τό ἐπιστρέψη, σηκώθηκε νά πάῃ στόν Ἀββᾶ Ἰάκωβο, τόν Οἰκονόμο τῆς σκήτης, νά τοῦ ζητήση ἕνα νόμισμα. Στό δρόμο, καθώς πήγαινε, βρῆκε ἕνα φλουρί, μά δέν τό πῆρε. Ἔκανε προσευχή καί γύρισε στό κελλί του. Οὔτε στόν Οἰκονόμο δέ θέλησε νά πάῃ.
Τήν ἄλλη μέρα πῆγε πάλι ὁ ἀδελφός καί γύρευε τά δανεικά. Βγῆκε πάλι ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης νά πάῃ στόν Ἀββᾶ Ἰάκωβο. Εἶδε τό φλουρί στήν ἴδια θέσι καί δέν τό σήκωσε, ἀλλά γύρισε ἀμέσως στό κελλί του.
Τήν τρίτη μέρα πῆγε θυμωμένος ὁ δανειστής κι ἀπαιτοῦσε τό νόμισμά του.
- Ησύχασε, ἀδελφέ μου, τοῦ εἶπε μέ πραότητα ὁ ἄκακος Ἀββᾶς. Σήμερα θά σοῦ τό φέρω.
Ξεκίνησε εὐθῦς γιά τόν Οἰκονόμο καί βρῆκε πάλι στήν ἴδια θέσι τό φλουρί. Ἔκανε πρώτα προσευχή κι ὕστερα τό σήκωσε καί τό πῆγε στόν Ἀββᾶ Ἰάκωβο.
- Τό βρῆκα στό δρόμο, τοῦ εἶπε. Κάνε ἀγάπη νά ρωτήσης μήπως τό ἔχασε κανένας ἀδελφός.
Ὁ Οικονόμος γύρισε ὅλη τή σκήτη καί ρωτοῦσε τούς ἀδελφούς, μά δέ βρέθηκε κανείς νά εἰπῇ πώς ἦταν δικό του.
- Ἀφοῦ δέν τό ἔχασε κανείς, εἶπε τότε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης, δῶσε τό σέ μένα νά τό ἐπιστρέψω στόν ἀδελφό πού τό χρεωστῶ γιατί τρεῖς μέρες τώρα κινῶ ἀπό τό κελλί μου νά ἔλθω νά σοῦ ζητήσω κι ἐπειδή ἔβλεπα τοῦτο τό φλουρί, γύριζα πίσω ἄπρακτος.
Θαύμασε ὁ Οἰκονόμος τήν ἀφιλοχρηματία του Ἀββᾶ, πού, ἐνῶ βρισκόταν σέ τόση ἀνάγκη, δέν πῆρε τό νόμισμα πού βρῆκε.
Εἶχε κι ἄλλο προτέρημα αὐτός ὁ Ὅσιος:
Ὅταν ἐρχόταν κάποιος νά τοῦ ζητήση κάτι, τοῦ ἔλεγε μέ καλωσύνη:
- Πᾶρε ἀδελφέ μου ὅ,τι σοῦ χρειάζεται.
Κι ἐκεῖνος ἔπαιρνε ὅ,τι καί ὅσο ἤθελε. Σάν τό ἔφερνε πίσω, τοῦ ἔλεγε πάλι ὁ Ἀββᾶς:
- Βᾶλε το τώρα στή θέσι του, χωρίς νά γυρίση νά προσέξη.
'Ἄν δέν τοῦ ἔφερναν πίσω τά δανεικά, ποτέ δέν τά ζητοῦσε.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.33]