Ο ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ, νέος εὐσεβῆς ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, διηγεῖται ὁ
Παλλάδιος, ἀπό πλούσια κι ἀρχοντική γενιά, πῆγε νά προσκυνήσῃ τούς
Ἁγίους Τόπους κι ἐπισκέφθηκε πολλά μοναστήρια και ἡσυχαστήρια στήν
Παλαιστίνη.
Σάν γύρισε στήν πατρίδα του τήν Αἴγυπτο, μέ τήν καρδιά πλημμυρισμένη
ἀπό θεϊκό ἔρωτα, μοίρασε τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς, γιά ν’
ἀκολουθήσῃ τήν ἀμέριμνη ζωή τῶν μοναχῶν. Κράτησε μόνο ἕνα μεγάλο
ὑποστατικό στά περίχωρα τῆς Ἀλεξάνδρειας, κατάφυτο ἀπό ὀπωροφόρα
δέντρα, πού τό εἶχε ζηλέψει ὁ Ἔπαρχος γιά τήν ξεχωριστή ὁμορφιά του
καί πολλές φορές τοῦ εἶχε ζητήσει νά τό ἀγοράσῃ, προσφέροντας
γενναία τιμή. Μά ὁ Βησσαρίων δέν δεχόταν, γιατί σκόπευε νά τό χαρίσῃ
στό γυναικεῖο μοναστήρι, πού βρισκόταν ἐκεῖ κοντά.
Ὅταν ἀποφάσισε ν’ ἀκολουθήσῃ τόν ἔρημικό βίο, πῆγε κι ἐξωμολογήθηκε
στόν Ἀββᾶ Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη. Μεταξύ τῶν ἄλλων τοῦ εἶπε καί γιά
τό ὑποστατικό.
- Πούλησέ τό στόν Ἔπαρχο, τόν συμβούλεψε ὁ Γέροντας, καί δῶσε τά
χρήματα στό μοναστήρι. Μήν ἀφήσης ὑποστατικά στις καλόγρηες, γιατί
θά χάσουν τήν ψυχή τους.
Μά ὁ Βησσαρίων δέν θέλησε τότε νά πεισθῇ στή συνετή συμβουλή του
Γέροντος κι ἔκανε δωρητήριο τό μεγάλο κτῆμα στό γυναικεῖο μοναστῆρι.
Ἐλευθερωμένος ὕστερα ἀπό ὅλες τίς ὑλικές του φροντίδες, πῆγε στήν
ἔρημο κι ἔμεινε σέ μιά φτωχική καλύβα, στή σκήτη τῶν Πατέρων.
Πέρασαν δεκαέξι μῆνες ἀφ’ ὅτου ὁ εὐλαβῆς νέος ἀγωνιζόταν τόν καλό
τῆς ἀρετῆς ἀγώνα. Ἀφήνοντας κατά μέρος κάθε γήινη ἀπασχόλησι, ὅταν
μιά νύχτα ἦλθε νά τόν συνταράξῃ ἕνα τρομακτικό ὄνειρο: εἶδε πώς
βρέθηκε στή Βηθλεέμ, στό ναό τῆς Ἁγίας Γεννήσεως. Ξαφνικά ὁ ναός
ἄστραψε ἀπό οὐράνιο φῶς κι ἄρχισαν νά μπαίνουν μέσα σέ παράταξι νέοι
Ἱεροπρεπεῖς, ντυμένοι μέ ὁλόχρυσες στολές, πού ἔψαλλαν μελωδικά
ἄσματα. Ἀνάμεσά τους ἦταν μιά γυναίκα, πού ἡ ὁμορφιά της δέν χωρεῖ
σέ νοῦ ἀνθρώπινο, ντυμένη μέ πορφύρα, σάν Βασίλισσα. Καί μέ διάδημα
ἀπό ἀστέρια στό κεφάλι.
Δέν πρόλαβε νά συνέλθῃ ἀπό τήν ἔκπληξί του ὁ Βησσαρίων, ὅταν ἄκουσε
ἕναν ἀπό τούς συνοδούς τῆς Οὐράνιας Βασίλισσας νά τόν φωνάζῃ αὐστηρά
μέ τ’ ὄνομά του. Γύρισε πρός τό μέρος του κι ἀντελήφθηκε πώς τόν
κύτταζε μέ βλέμμα βλοσυρό:
- Τί ἔχεις ν' ἀπολογηθῇς διά τᾶς παρθένους, τοῦ εἶπε, πού ἀπό τότε
πού τούς ἐχάρισες τό κτῆμα σου, δέν ἔπαψαν οὔτε μιά μέρα νά
ἐξοργίζουν τόν Θεόν; Μεγάλη τιμωρία σε περιμένει, ἄν δέν διόρθωσῃς
τό σφᾶλμα σου.
- Κύριέ μου, τόλμησε ν’ ἀποκριθῇ ὁ Βησσαρίων, τρέμοντας σύγκορμος
ἀπό τό μεγάλο φόβο του, γιά νά τίς ἀναπαύσω τούς τό δώρησα, ἐπειδή,
σάν γυναῖκες, εἶναι σκεύη ἀδύνατα· ὄχι γιά νά παροργίσουν τόν Θεόν.
Τότε πῆρε τόν λόγο ἡ Βασίλισσα:
- Καλή ἡ προαίρεσίς σου, τέκνον, ἀλλ’ ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους
βρῆκε αἰτία νά ζημιώσῃ τίς ψυχές τους. Ἠμποροῦσε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
προνοεῖ διά τά πλάσματά Του, νά τούς στείλῃ ποταμούς ἀπό χρυσόν,
ἀλλά δέν θά ἦτο συμφέρον των.
Καθῶς ἔλεγε αὐτά, σήκωσε τό εὐλογημένο χέρι της καί ἔδειξε ἐκεῖνον
πού λίγο πρίν εἶχε τρομοκρατήσει τόν Βησσσαρίωνα.
- Αὐτός εἶναι τό πρότυπον τῶν μοναχών. Ἄς τόν μιμοῦνται ὅσοι θέλουν
νά ἀρέσουν εἰς τόν Θεόν. Διόρθωσε τό λᾶθος σου καί θά μέ ἔχῃς
πάντοτε προστασία.
Ὕστερα ἀπευθύνθηκε σ’ ἐκεῖνον πού εἶχε δείξει:
- Σφράγισε τήν καρδιά του, Βαπτιστᾶ, διά νά μή νομίσῃ πώς ὅλα αὐτά
εἶναι φαντασία.
Ἄπλωσε τό δεξί του χέρι ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί σφράγισε μέ τό σημεῖο
τοῦ Σταυροῦ τό στῆθος τοῦ Βησσαρίωνος καί ἀμέσως χάθηκε τό ὄραμα.
Μόλις ξημέρωσε, ξεκίνησε ὁ Βησσαρίων γιά τόν Ἀββᾶ Ἰσίδωρο.
Τρομαγμένος ἀκόμη, τοῦ διηγήθηκε τήν ὀπτασία.
- Ἔπρεπε νά εἶχες ἀκούσει τή συμβουλή μου, τέκνον μου, τοῦ εἶπε ὁ
Γέροντας. Δέν ξέρεις πώς τά ὑποστατικά ἔχουν μέριμνες καί φροντίδες;
Χρειάζονται καλλιέργεια κι ὅταν ἀνδρες συναλλάσσωνται μέ ἀσκήτριες,
ὁ διάβολος δέν ἀφήνει ἀπείραχτες οὔτε αὐτές, οὔτε ἐκείνους. Ἀν εἶναι
γενικά κακό στούς μοναχούς νά ἔχουν ὑλικές φροντίδες, πολύ
περισσότερο ἄπρεπο διά τᾶς παρθένους.
Χωρίς ἀναβολή, τήν ἴδια κιόλας ἡμέρα, τόν πῆρε ὁ Γέροντας καί
κατέβηκαν στό γυναικεῖο μοναστήρι καί μέ κάποια πρόφασι ἔπεισαν τίς
μοναχές νά δεχτοῦν νά πουλήσουν τό ὑποστατικό στόν Ἔπαρχο καί νά
εἰσπράξουν τά χρήματα. Ἔτσι, ἥσυχος πιά, γύρισε στό ἀσκητήριό του ὁ
καλός Βησσαρίων.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.34]