Η-1.4, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (1/11/23).ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ

ΕΝΑΣ νέος Μοναχός ρώτησε μιά μέρα τόν Γέροντά του:
- Μέ ζημιώνει τάχα, Ἀββᾶ, τό ν' ἀποκτήσω δύο χιτώνας;
- Απόκτησε δύο χιτώνας, ἀποκρίθηκε ὁ διακριτικός Γέροντας, καί μήν ἀποκτᾶς κακίες. Ἡ ψυχή δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίς κακίες, ἐνῶ τό σώμα ἔχει ἀνάγκη ἀπό τά ἐνδύματα. Ἀλλ' ὅταν ἔχης τ’ ἀπαραίτητα, μᾶθε ν’ ἀρκῆσαι σ’ αὐτά, ὅπως συμβουλεύει ὁ Μέγας Ἀπόστολος, καί μή ζητᾶς παραπανίσια.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.4]

 

Η-1.5, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (1/11/23).

ΑΓΑΠΑ, ἀδελφέ, τά φτωχικά ἐνδύματα, ἄν θέλης νά διώξῃς ἀπό τήν καρδιά σου τήν ὑψηλοφροσύνη. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν πολυτέλεια, εἶναι ἀδύνατο νά ἀποκτήσῃ ταπεινοσύνη. Εἶναι φυσικό νά διαμορφώνεται ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος σύμφωνα μέ τόν ἐξωτερικό.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.5]

 

Η-1.6, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (1/11/23).

Ο ἈΒΒΑΣ Παμβῶ θέλει τόν μοναχό ντυμένο μέ τέτοια ρούχα, πού, ἄν τά πετάξη στό δρόμο, νά μή καταδεχτοῦν οὔτε oi ζητιάνοι νά τά πάρουν.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.6]

 

Η-1.7, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (1/11/23).

ΚΑΠΟΙΟΣ πλούσιος χριστιανός ἐπισκέφτηκε κάποτε ἕναν Ἐρημίτη και φεύγοντας, τοῦ πρόσφερε ἕνα γερό φιλοδώρημα. Ἔκεῖνος ὅμως μέ κανένα τρόπο δέν ἤθελε νά τό δεχτῆ.
- Πάρε το, Ἀββᾶ, τόν παρακαλοῦσε ὁ ἐπισκέπτης. Καί μοίρασέ τό στούς φτωχούς.
- Αὐτό εἶναι διπλή ντροπή γιά μένα, τέκνον μου, του ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, νά παίρνω χωρίς νά ἔχω ἀνάγκη καί νά κενοδοξῶ μοιράζοντας τά ξένα ἐλεημοσύνη.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.7]

 

Η-1.8, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (1/11/23).

ΑΝ ΔΩΣΗΣ ἐλεημοσύνη, λέγει ἄλλος Γέροντας, κι ὁ λογισμός σέ θλίβει πώς ἔδωσες πολύ, μή δίνης προσοχή σ’ αὐτόν, γιατί εἶναι σατανικός. Καλλίτερα ὅμως γιά σένα εἶναι νά ζῆς μέ τόση ἀκτημοσύνη, πού νά ἔχης ἀνάγκη ἀπό τούς ἄλλους νά σ’ ἔλεοῦν. Ἐκεῖνος πού δίνει, ἔχει τήν ίκανοποίησι πώς κάνει κάτι καλό. Ἀλλ’ ὅποιος στερεῖται καί δέν ἔχει ποτέ νά δώση κάτι, ἀποκτᾶ ταπεινοσύνη μέ τή σκέψι πώς ποτέ δέν κάνει τίποτε καλό. Ἔτσι ἔζησαν οἱ Πατέρες μας. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βρῆκε τόν Θεό ὁ Μέγας Ἀρσένιος.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.8]

 

Η-1.9, ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ, (1/11/23).

ΕΠΑΙΝΟΥΣΑΝ οἱ Πατέρες τήν ἀκτημοσύνη καί τήν ἀφιλοχρηματία τοῦ Ἀββᾶ Ἀγάθωνος καί τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Ὅταν κατέβαιναν στήν ἀγορά νά πουλήσουν τό ἐργόχειρό τους, ἔλεγαν μιά φορά τήν τιμή στόν ἀγοραστή. Ἀν ἐκεῖνος ἄρχιζε τά παζαρέματα, αὐτοί σώπαιναν καί τόν ἄφηναν νά τούς δώση ὄσα ἤθελε. Ἄν πάλι εἶχαν ἀνάγκη οἱ ἴδιοι ν’ ἀγοράσουν κάτι, ἔδιναν ἀμέσως τά χρήματα πού τούς ζητοῦσαν, χωρίς νά βγάλουν λέξι ἀπό τό στόμα τους.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 1.9]