ΞΕΚΙΝΗΣΕ κάποτε ὁ Ἀββᾶς Μακάριος νά πάῃ στό ὄρος τοῦ Μεγάλου
Ἀντωνίου, γιά νά συνομιλήσῃ μέ τήν κορυφή τῶν Ἀσκητῶν.
Περπάτησε πολλές ἡμέρες μέσα στήν ἄγρια ἔρημο ἀνάμεσα ἀπό ἀπάτητους
τόπους κι ἔφτασε κατάκοπος στή σπηλιά τοῦ Ὁσίου. Χτύπησε τή μικρή
πόρτα μέ εὐλάβεια. Ὁ Ἀντώνιος βγῆκε καί τόν ρώτησε ποιός ἦταν καί τί
ἤθελε.
- Εἶμαι ὁ Μακάριος, Ἀββᾶ, κι ἐπιθυμῶ ν’ ἀκούσω τή διδαχή σου.
Ἀντί γιά ἄλλη ἀπάντησι, ὁ Ἀντώνιος τοῦ ἔκλεισε κατάμουτρα τήν πόρτα.
Ἤθελε νά δοκιμάσῃ τήν ὑπομονή του. Ὁ Ἀββᾶς Μακάριος περίμενε ἔξω
ὄρθιος, μ’ ὅλο πού ἦταν κατάκοπος ἀπό τή μακρινή ὁδοιπορία. Δέν
τολμοῦσε οὔτε νά καθίσῃ ἔξω ἀπό τή σπηλιά του Μεγάλου πατρός, χωρίς
νά τοῦ εἰπῇ ἐκεῖνος. Ὕστερα ἀπό πολλή ὤρα τοῦ ἄνοιξε ὁ Ἀντώνιος καί
τόν ὑποδέχθηκε μέ πολλή φιλοφροσύνη.
- Ἀπό καιρό ἄκουγα τά κατορθώματά σου, ἀδελφέ, τοῦ ἔλεγε, κι
ἐπιθυμοῦσα νά σέ ἰδῶ. Καί νά πού σήμερα ὁ Κύριος ξεπλήρωσε τήν
ἐπιθυμία μου.
Τόν ἔβαλε νά καθίσῃ καί ἐτοίμασε τή λιτή του τράπεζα μέ παξιμάδια
καί κρύο νερό, γιά νά τόν φιλέψῃ. Σάν ἔφαγαν, ἔβρεξε τά ψαθιά του ὁ
Ἀντώνιος κι ἄρχισε τό ἐργόχειρό του.
- Εὐλόγησον, Ἀββᾶ, εἶπε ὁ Μακάριος, νά πλέξω κι ἐγώ σειρά, γιά νά μή
μένω ἀργός.
Ὁ Ὅσιος του ἐπέτρεψε κι ὁ Ἀββᾶς Μακάριος ἄρχισε μ’ ἐπιδεξιότητα τή
δουλειά. Ἔτσι κάθησαν ἀπό τό βράδυ ὥς τό πρωΐ καί συνωμιλοῦσαν
πνευματικά, γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἐνῶ τά χέρια τους δέν
σταμάτησαν νά πλέκουν, ὥσπου ἡ σειρά τοῦ καθενός βγῆκε ἀπό τήν πόρτα
κι ἔφτασε στή ρίζα τοῦ βράχου πού ἦταν ἡ σπηλιά. Σάν ξημέρωσε καί
εἶδε ὁ Ὅσιος πόσο εἶχε πλέξει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, πῆρε τά χέρια του
στά δικά του καί τά φίλησε, λέγοντας μέ θαυμασμό:
- Μεγάλη δύναμις ὑπάρχει πράγματι σ’ αὐτά τά εὐλογημένα χέρια.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 2.10]