ΠΗΓΑΝ κάποτε πολύ πρωί στήν καλύβα του Ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ οἱ συνασκηταί
του, ὁ Ἀββᾶς Ἀμμώης μέ τόν Ἀββᾶ Βιτίμιο, καί βρῆκαν τόν Γέροντα νά
πλέκῃ τό ψαθί του.
- Ἀπό τώρα ἔπιασες δουλειά, Ἀββᾶ, τόν ρώτησαν.
- Ἀπό τό περασμένο βράδυ, τούς ὠμολόγησε ἐκεῖνος· μέχρι τώρα ἔχω
πλέξει εἴκοσι ὀργυές χωρίς νά τίς χρειάζωμαι. Ἀλλά φοβοῦμαι μήπως
ἀγανακτήσῃ ἐναντίον μου ὁ Θεός καί μέ καταδικάσῃ μέ τούς ὀκνηρούς,
ὅταν μπορῶ νά ἐργασθῷ καί δέν τό κάνω.
Θαυμάζοντας τή φιλεργία του Γέροντος οἱ δυό Ἀββᾶδες, ἔφυγαν
ὠφελημένοι.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 2.4]
Η-2.5, ΕΡΓΑΣΙΑ, (7/2/24).
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑΝ αὐστηρά οἱ συνασκηταί του κάποιον ἀδελφό πού ἐργαζόταν
τήν ήμέρα πού γιόρταζαν τή μνήμη κάποιου Μάρτυρος.
- Σάν σήμερα, ἀποκρίθηκε ταπεινά ἐκεῖνος, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ
βασανιζόταν σκληρά κι ἔχυνε τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι
ἐγώ νά μή χύσω λίγο ἱδρώτα στήν ἐργασία;
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 2.5]
Η-2.6, ΕΡΓΑΣΙΑ, (7/2/24).
ΜΕΡΙΚΟΙ νέοι Μοναχοί ἐπισκέφθηκαν κάποιο Γέροντα στήν καλύβα του τή
στιγμή πού ἦταν ἀπορροφημένος ὁ νοῦς του στήν προσευχή, ἐνῶ τά χέρια
του ἔπλεκαν μέ γρηγοράδα.
- Τί πρέπει νά κάνῃ ὁ Μοναχός γιά νά σωθῇ, Ἀββᾶ; τόν ρώτησαν.
- Ὄ,τι βλέπετε παιδιά μου, τούς ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
Ἐννοοῦσε βέβαια προσευχή καί ἐργασία.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 2.6]