ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στό Σινᾶ ἕνας μοναχός ἀπό μακρινή σκήτη καί
φιλοξενήθηκε στό ἡσυχαστήριο τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ. Βλέποντας τούς
ὑποτακτικούς του νά ἐργάζωνται ἐντατικά, εἶπε στόν Γέροντα κάπως
ὑπεροπτικά:
- Μήν ἐργάζεσθε τήν ἀπολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γᾶρ τήν ἀγαθήν μερίδα
ἐξελέξατο».
Ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός δέν τοῦ ἔδωσε ἀπόκρισι. Πρόσταξε τόν μαθητή του
Ζαχαρία νά ὁδηγήσῃ τόν ξένο σ’ ἕνα ἀδειανό κελλί καί νά του δώσῃ ἕνα
βιβλίο νά διαβάσῃ.
Διάβασε ἀρκετά, κλεισμένος στό κελλί ὁ μοναχός, ὥσπου κουράστηκε.
Ἀρχισε νά βαριέται καί νά πεινᾶ. Ὅταν ἔφτασε ἡ ἐνάτη, ἔβλεπε μέ
λαχτάρα τήν πόρτα, μήπως φανῆ κανένας νά τόν προσκαλέσῃ γιά φαγητό.
Μά, σάν εἶδε πώς δέν ἐρχόταν, ἀποφάσισε νά πάῃ μόνος νά ἐξετάσῃ.
Βρῆκε τόν Γέροντα στόν κῆπο νά ποτίζῃ.
- Δέν ἔφαγαν σήμερα οἱ ἀδελφοί, Ἀββᾶ; τόν ρώτησε, ἀφήνοντας κατά
μέρος τήν ντροπή, ἀφοῦ τόν βασάνιζε ἡ πείνα.
- Βεβαίως ἔφαγαν, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας.
- Καί πῶς ἔγινε νά λησμονήσετε νά φωνάξετε κι ἐμένα;
- Μά ἐσύ, τέκνον μου, εἶπε μέ ἀπλότητα ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός, εἶσαι
ἄνθρωπος πνευματικός καί δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό ὑλική τροφή. Ἐμεῖς πού
ἔχομε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή καί γι’ αὐτό τό λόγο ἀναγκαζόμαστε
ν' ἀσχολούμεθα καί μέ ὑλική ἐργασία. Ἐσύ πού ἔχεις διαλέξει τήν
«ἀγαθή μερίδα», διάβαζες ὅλη μέρα και, χωρίς ἄλλο, εἶσαι τώρα
χορτασμένος.
Ὁ μοναχός κατάλαβε τό σφᾶλμα του καί ζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν
Γέροντα.
- Μᾶθε, τέκνον μου, τοῦ εἶπε ὁ σοφός Ἀββᾶς, πώς κι ἡ Μαρία εἶχε
ἀνάγκη ἀπό τή Μάρθα καί διά μέσου ἐκείνης ἐγκωμιάστηκε αὐτή.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Η, παρ. 2.8]