Στ-1.1, ΗΣΥΧΙΑ, (6/10/21).

ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΑΣΚΗΤΕΣΡΩΤΗΣΑΝ μιά φορά οἱ Ἀδελφοί τόν μεγάλο ἐραστή τῆς ἡσυχίας, τόν Ὅσιο Ἀρσένιο, γιατί τούς ἀπόφευγε τόσο πολύ.
- Φοβᾶσαι μή ζημιωθῆς ἀπό μᾶς, Ἀββᾶ;
- Ὁ Θεός γνωρίζει, τέκνα, καί ὅτι σᾶς ἀγαπῶ πολύ καί ὅτι δέν σᾶς ἀποφεύγω ἀπό φόβο. Μά εἶναι ἀδύνατο νά μοιράσω στά δύο τήν καρδιά μου, ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους καί στό Θεό δηλαδή. Οὔτε νά βρίσκομαι πότε μέ σᾶς καί πότε μ’ Ἐκεῖνον. Δέν εἶναι λογικώτερο νά βρίσκωμαι διαρκῶς μ’ Ἐκεῖνον; Κι οἱ Ἄγγελοι ἕνα σκοπό κι ἕνα θέλημα ἔχουν, πῶς νά ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα τόν Θεό καί νά ὑπηρετοῦν τίς βουλές Του. Τῶν ἀνθρώπων ὄμως οἱ βουλές καί οἱ σκοποί διαφέρουν μεταξύ τους. Συμφέρον λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ν' ἀρέση στό Θεό πιό πολύ παρά στούς ἀνθρώπους
.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 1.1]