Στ-1.11, ΗΣΥΧΙΑ, (27/10/21).

ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΑΣΚΗΤΕΣΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ, πολύ ἐνάρετος, ἀξιώθηκε νά λάβη ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά θερα-πεύη ὅλες τίς ἀρρώστιες.
Ἡ φήμη του ἔφτασε ὥς τήν Κωνσταντινούπολι. Κάποτε τόν προσκάλεσε ὁ Βασιλιᾶς στό Παλάτι νά πάρη τήν εὐχή του. Ἐκεῖνος πῆγε πρόθυμα, συνωμίλησε μέ τόν Βασιλιᾶ καί δέ-χτηκε τή δωρεά πού τοῦ πρόσφερε, ἕνα ἀρκετά σεβαστό ποσόν χρημάτων. Σάν γύρισε στόν τόπο του, ἀγόρασε ἕνα χωράφι καί φρόντισε νά τό καλλιεργήση. Ἔτσι ἀπασχολοῦσε ἀρκετό χρόνο σ’ αὐτό. Μιά μέρα ἔφεραν ἕναν δαιμονισμένο νά τόν κάνη καλά. Ὁ Ἐρημίτης ἐξώρκιζε τό δαιμόνιο νά φύγη, μά ἐκεῖνο δέν ἐννοοῦσε νά ὑπακούση. Σέ μιά στιγμή, τοῦ εἶπε μέ θρασύτητα:
— Τώρα πιά δέν σέ ἀκούω, γιατί δέν σέ φοβᾶμαι.
— Πῶς ἔτσι; ρώτησε μ’ ἀπορία ὁ Ἐρημίτης.
— Γιατί ἔγινες ὅμοιος μέ τούς ἄλλους, ἀποκρίθηκε τό πονηρό πνεῦμα. Παραμέλησες τήν ἡσυχία καί τή φροντίδα τῆς ψυχῆς σου γιά ν’ ἀσχολῆσαι μέ τά γήινα.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 1.11]