ΔΥΟ
ΑΔΕΛΦΙΑ συμφώνησαν νά γίνουν καλόγεροι. Ὁ ἕνας πῆγε βαθειά στήν
ἔρημο, βρῆκε μιά σπηλιά, κι ἔμεινε ἐκεῖ ν’ ἀσκητεύη μόνος. Ὁ ἄλλος
πῆγε σ’ ἕνα Κοινόβιο. Ἔμεινε μερικά χρόνια ὑποτακτικός κι ὕστερα τόν
ἔκαναν Ἡγούμενο.
Ὁ Ἡσυχαστής πῆρε χάρισμα ἀπό τόν Θεό νά γιατρεύη ὅλες τίς ἀρρώστιες
καί νά διώχνη τά πονηρά πνεύματα. Σάν τό ἔμαθε ὁ ἀδελφός του, ὁ
Κοινοβιάρχης, λυπήθηκε. Αὐτός δέν εἶχε κανένα πνευματικό χάρισμα.
- Γιατί λυπεῖσαι; τοῦ εἶπε μιά νύχτα στόν ὕπνο του ὁ Θεός. Ὁ ἀδελφός
σου διάλεξε, γιά τήν ἀγάπη Μου, τή μοναξιά. Μέρα καί νύχτα κλαίει
τίς ἁμαρτίες του. Ὑποφέρει πεῖνα καί δίψα καί κάθε ἄλλη κακοπάθεια.
Σέ σένα ἀρκεῖ ἡ παρηγοριά πού παίρνεις ἀπό τούς ἀνθρώπους.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 1.21]