Στ-1.22, ΗΣΥΧΙΑ, (10/11/21).

ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΑΣΚΗΤΕΣΕΝΑΣ ΝΕΟΣ Μοναχός σέ κάποιο Κοινόβιο προώδεψε πολύ στήν ἀρετή. Οἱ Ἐρημῖτες ἀπό τίς γειτονικές σκῆτες, πού ἄκουσαν τή φήμη του, πῆγαν μιά μέρα νά τόν γνωρίσουν ἀπό κοντά. Τόν βρῆκαν στό ξυλουργεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀπασχολημένο μέ τό ἐργόχειρό του.
Σάν εἶδε ἐκεῖνος τούς ξένους Μοναχούς, σηκώθηκε καί τούς χαιρέτησε μέ μιάν ὑπόκλισι. Ὕστερα κάθισε πάλι μέ σιωπή στή δουλειά του. Οἱ Ἐρημῖται περίμεναν νά τούς πῆ τίποτε, μά ὅταν εἶδαν πώς δέν ἄνοιγε τό στόμα του νά τούς μιλήση, τοῦ εἶπαν σκανδαλισμένοι:
- Ποιός σ’ ἔκανε Καλόγερο, Ἀδελφέ, καί δέ σέ δίδαξε πῶς νά φέρνεσαι στούς ξένους; Οὔτε ἕνα «εὔχεσθε γιά μένα» δέν μᾶς εἶπες.
- Ὁ ἁμαρτωλός Ἰωάννης, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος ταπεινά, δέν εἶναι ἄξιος γιά τέτοια.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 1.22]