Ο
ΑΜΜΟΥΝ, νέος κι ἀρχάριος, ἀκόμη Μοναχός, πῆγε νὰ συμβουλευθῆ τὸν
ὅσιο Ποιμένα:
- Ὅταν ἔρχεται κανένας ἀπὸ τοὺς Ἀδελφοὺς στὸ κελλί μου ἢ ἐγὼ πηγαίνω
στὸ δικό του γιὰ δουλειά, ἀποφεύγομε τὶς συζητήσεις ἀπὸ φόβο μὴ
πέσωμε σ’ ἀργολογία, τοῦ εἶπε.
- Καλὰ κάνετε, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Ἡ νεότης ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ
προσοχή.
- Τί ἔκαναν οἱ Πατέρες σὲ τέτοια περίπτωσι; Ζήτησε νὰ μάθη ὁ Ἀμμοῦν.
- Ἐκεῖνοι παιδί μου, οὔτε στὸ στόμα οὔτε στὴν καρδιὰ εἶχαν τίποτε
περιττό, γιὰ νὰ συζητήσουν. Ἔτσι δὲν εἶχαν φόβο νὰ πέσουν σ’
ἀργολογία.
- Ὅταν βρεθῶ στὴν ἀνάγκη νὰ κουβεντιάσω μὲ κάποιον, ρώτησε πάλι ὁ
νέος, τί εἶναι καλλίτερα νὰ πῶ; Λόγια της Γραφῆς ἢ τῶν Πατέρων;
- Ἂν δὲν μπορῆς νὰ σωπάσης, - πράγμα ὀρθότερο γιὰ τοὺς νέους -
προτίμησε τοὺς λόγους τῶν Πατέρων, ποὺ εἶναι πρακτικώτεροι,
ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Τὰ λόγια της Γραφῆς, οὔτε εὔκολα οὔτε
ἀντιληπτὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς πολλούς.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 2.8]