ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ὑποτακτικός, βλέποντας τόν Γέροντά του νά ἀπομακρύνεται
συχνά στήν πιό βαθειά ἔρημο, τόν ρωτοῦσε μέ ἀπορία:
- Γιατί, Ἀββᾶ, ἀποφεύγεις τούς ἀνθρώπους; Δέ θά ἔχης τάχα πιό
ἀξία, ὅταν, μένοντας κοντά στόν κόσμο και ἀντικρύζοντας τό κακό και
τήν ἁμαρτία, τ’ ἀποστρέφεσαι;
- Ἄκουσε, παιδί μου, τοῦ ἐξήγησε ὁ ἀγαθός Γέροντας:
Ὥσπου νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στά μέτρα τοῦ Μωϋσῆ, νά γίνη Θεόπτης, δέν
ἔχει ὄφελος ἀπό τή συναναστροφή του μέ τόν κόσμο. Ἐγώ ὁ δυστυχής
ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ παθαίνω συχνά ὅ,τι ἔπαθε ὁ πατέρας μου. Μόλις
ἀντικρύσω τῆς παρακοῆς μου τόν καρπό, ἀμέσως τόν ἐπιθυμῶ, τόν
δοκιμάζω καί πεθαίνω. Στήν ἔρημο δέ βρίσκονται εὔκολα τά υλικά πού
τροφοδοτοῦν τά πάθη, γι’ αὐτό εἶναι πιό πιθανό νά νεκρωθοῦν.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.7]