Ο ΑΒΒΑΣ Πίωρ ὁ Αἰγύπτιος, ὅταν, ἔφηβος σχεδόν, ἄφησε τό σπίτι του
γιά νά πάη στήν ἔρημο, ἔδωσε ὑπόσχεσι στόν Θεό νά μή θελήση ποτέ νά
ἰδῆ κανένα ἀπό τούς συγγενεῖς του, καί τήρησε τήν ὑπόσχεσί του.
Πέρασαν πενῆντα ὁλόκληρα χρόνια. Οἱ γονεῖς καί τ’ ἀδέλφια του
πέθαναν ὅλα, ἐκτός ἀπό μιά ἀδελφή. Πολύ ἡλικιωμένη πιά, ἔμαθε ποῦ
βρισκόταν ὁ ἐρημίτης ἀδελφός της κι’ ἐπε-θύμησε νά τόν ἰδῆ, προτοῦ
πεθάνει. Ἐπειδή ἦταν ἀδύνατον νά πάη ἡ ἴδια στήν ἔρημο, παρακάλεσε
τόν Ἐπίσκοπο τοῦ τόπου νά γράψη στόν ἀδελφό της νά κατέβη στήν πόλι.
Ἐκεῖνος τῆς ἔκανε τή χάρι. Ὁ Ἀββᾶς Πίωρ πάλι, γιά νά μή δείξη
ἀπείθεια στόν Ἐπίσκοπο, πῆρε συντροφιά ἕνα συνασκητή του καί πῆγε ὥς
τό πατρικό του σπίτι. Στάθηκε στήν αὐλόπορτα κι’ ἔστειλε μέσα τό
σύντροφό του νά φωνάξη τήν ἀδελφή του. Μόλις ἄκουσε τήν εἴδησι ἡ
ἡλικιωμένη κυρία, γεμάτη χαρά καί συγκίνησι βγῆκε νά τόν ὑποδεχθῆ.
Σάν ἄκουσε τά βήματά της ὁ Ἀββᾶς Πίωρ, σφάλισε τά μάτια του νά μή
τήν ἰδῆ καί τῆς εἶπε:
- Ἀδελφή, ἐγώ εἶμαι ὁ ἀδελφός σου Πίωρ. Στάσου ἐκεῖ καί κύτταζέ
με ὅσο θέλεις. Ὅταν νομίζης πώς ἰκανοποιήθηκε πιά ἡ ἐπιθυμία σου,
πές μου νά γυρίσω πίσω στήν ἡσυχία μου.
Μ’ αὐτόν τόν τρόπο οὔτε τήν ὑπόσχεσί του ἀθέτησε, οὔτε τοῦ
Ἐπισκόπου του τήν προσταγή παρέβη.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.12]