ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΑΣΚΗΤΗΣΣτ-3.16, ΞΕΝΗΤΕΙΑ, (19/1/22).

Ο ΕΝΑΣ νέος Καλόγερος εἶχε ἀφήσει στόν κόσμο πολύ πτωχή τήν μητέρα του. Κάποτε ἔπεσε πεῖνα σ’ ἐκεῖνα τά μέρη κι’ ὁ Καλόγερος, ἀνήσυχος γιά τή μητέρα του, ἔβαλε στό ταγάρι του λίγα ψωμιά καί ξεκίνησε νά τῆς τά πάη στό χωριό. Στό δρόμο ἄκουσε φωνή νά τοῦ λέγη:
- Σύ ἔχεις τή φροντίδα τῆς γυναίκας ἤ ἐγώ;
Ὁ εὐλαβής νέος κατάλαβε τό σφάλμα του. Ἔπεσε στά γόνατα καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά τόν συγχωρέση.
- Κύριε, ἔλεγε μέ δάκρυα. Σύ ἔχεις πάντοτε φροντίδα για τά πλάσματά Σου.
Ὕστερα γύρισε στό κελλί του ἥσυχος. Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες πῆγε ἡ μητέρα του νά τόν ἰδῆ φορτωμένη μ’ ἕνα βαρύ ταγάρι.
- Ἕνας ξένος Καλόγερος πέρασε προχτές ἀπό τό σπίτι, τοῦ εἶπε, καί μοῦ ἄφησε τοῦτο τό σταράκι. Σοῦ τό ἔφερα νά φτιάξης λίγα ψωμιά καί γιά τούς δυό μας.
Ὁ Ἀδελφός εὐχαρίστησε μέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τόν Θεό. Ἀπό τότε ἐμπιστεύτηκε τή μητέρα του στήν ἀκοίμητη φροντίδα Του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.16]