Στ-3.17, ΞΕΝΗΤΕΙΑ, (26/1/22).ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ

ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ Καλόγερος εἶχε ἀδελφό στόν κόσμο, φτωχό οἰκογενειάρχη. Τόν λυπόταν πού βασανιζότανε καί τόν βοηθοῦσε ἀπό τά λίγα πού κέρδιζε ἀπό τό ἐργόχειρό του. Μά ὅσο πιό πολύ τοῦ ἔδινε, τόσο ἐκεῖνος καί τά παιδιά του ὑπόφεραν ἀπό πεῖνα καί στέρησι.
Στενοχωρημένος ὁ Καλόγερος, γύρεψε τή συμβουλή κάποιου πνευματικοῦ Γέροντα.
- Ἄν θέλης νά μ’ ἀκούσης, τοῦ εἶπε ἐκεῖνος, πάψε νά τόν ἐλεῆς. Ὅταν ξαναέλθη νά σοῦ ζητήση, πές του: Ἐγώ, ἀδελφέ μου, ὅταν εἶχα σοῦ ἐδινα, τώρα ὅμως βρέθηκα σέ ἀνάγκη. Βοήθησέ με καί σύ ἀπό τή δουλειά σου. Ἀν σοῦ φέρη τίποτε, δόσε το ἐλεημοσύνη σέ φτωχό ἤ ἀρρωστο καί ζήτησέ του νά προσεύχεται γιά τόν ἀδελφό σου.
Ὁ Καλόγερος ἔκανε, ὅπως ἀκριβῶς τόν συμβούλεψε ὁ Γέροντας. Ὁ κοσμικός τότε ἔφυγε, στενοχωρημένος μέν, ἀλλ’ ἀποφασισμένος νά βρῆ δουλειά γιά νά θρέψη τόν ἑαυτό του καί τά παιδιά του, ἀφοῦ δέν περίμενε πιά ἀπό κανένα βοήθεια.
Τήν πρώτη μέρα πού κέρδισε λίγα χρήματα, ἀγόρασε ἕνα λάχανο καί τό πῆγε στόν ἀδελφό του τόν Καλόγερο. Ἐκεῖνος πάλι τό ἔδωσε σ’ ἕνα φτωχό ἐρημίτη καί τόν παρακάλεσε νά κάνη προσευχή γιά τόν ἀδελφό του.
Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ κοσμικός ἔφερε περισσότερα λαχανικά στόν Καλόγερο. Ἐκεῖνος πάλι τά μοίρασε ἐλεημοσύνη.
Μιά μέρα ἀνέβηκε ὁ κοσμικός στη σκήτη φέρνοντας μαζί του ἕνα ζῶο φορτωμένο μέ διάφορα τρόφιμα, ψάρια, ὀπωρικά καί κρασί ἀκόμα. Ὁ Καλόγερος τόν πῆρε μαζί του καί τά μοίρασαν ὅλα στούς φτωχούς Ἐρημίτες. Αὐτοί πάλι εὐχήθηκαν μ’ ὅλη τους τήν καρδιά τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στό σπίτι τοῦ δωρητῆ.
Σάν ἐτοιμάστηκε ὁ ἀδελφός του νά γυρίση σπίτι του, ὁ Καλόγερος δοκιμαστικά τόν ρώτησε:
- Μήπως θέλεις νά σοῦ δώσω λίγα ψωμιά;
- Ὄχι, ὄχι, πρός Θεοῦ,
ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Ὅσο καιρό ἔπαιρνα βοήθεια ἀπό σένα, φωτιά ἔμπαινε στό σπίτι μου καί τά κατέστρεφε ὅλα. Ἀφ’ ὅτου ἔπαψα νά σοῦ ζητῶ κι’ ἄρχισα ἐγώ ὁ ἴδιος νά δίνω, μπῆκε στό σπιτικό μου ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Καλόγερος πῆγε στόν Ἅγιο Γέροντα, πού τόν εἶχε συμβουλέψει καί τοῦ τά εἶπε ὅλα.
- Τό ἔργο τοῦ Μοναχοῦ, παιδί μου, τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, εἶναι πράγματι φωτιά καί τά καίει ὅλα. Ἡ προσευχή του ὅμως φέρνει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σ’ ὅποιο σπίτι μπῆ.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.17]