Στ-3.18, ΞΕΝΗΤΕΙΑ, (2/2/22).ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΑΣΚΗΤΕΣ

Ο ΜΑΡΚΟΣ, ὁ πιό νέος ἀπό τούς ὑποτακτικούς τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ, ἦταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια, ἀρχοντική.
Δέν πέρασε πολύς καιρός ἀφ’ ὅτου ἔφυγε κρυφά ἀπό τό σπίτι του γιά νά γίνη Καλόγερος κι’ ἡ μητέρα του πού τόν εἶχε μοναχογυιό, πῆγε στή σκήτη νά τόν συναντήση, μήπως τόν πείσει νά γυρίση πίσω. Εἶχε φέρει μαζί της μεγάλη συνοδεία ἀπό ὑπηρετικό προσωπικό, ὅπως ἔβγαιναν τά χρόνια ἐκεῖνα ἔξω οἱ ἀρχόντισσες.
Ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός βγῆκε νά τήν προϋπαντήση. Ἐκείνη, κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα, τοῦ ζήτησε τό γυιό της. Ὁ Γέροντας, γιά νά τήν παρηγορήση, πῆγε εὐθύς στό μαγειρεῖο πού ὁ Μᾶρκος ἐτοίμαζε τό φαγητό τῶν Ἀδελφῶν καί τόν πρόσταξε νά βγῆ ἔξω νά τόν ἰδῆ ἡ μητέρα του. Ὁ νέος, γιά νά μή παρακούση, βγῆκε ἀμέσως, ὅπως ἦταν ἐκείνη τή στιγμή κατάμαυρος ἀπό τόν καπνό, φορώντας τό παλιό σχισμένο ροῦχο πού εἶχε γιά τήν ὑπηρεσία του. Ἔκλεισε τά μάτια του, γιά νά μή δῆ κανένα, πῆγε κοντά στή συνοδεία τῆς μητέρας του, εὐχήθηκε σχεδόν ψιθυριστά ὁ Θεός νά σᾶς ἐλεήση, καί βιαστικός γύρισε στή δουλειά του.
Ἀπό κανενός τό νοῦ δέν πέρασε πώς ὁ ἀπεριποίητος ἐκεῖνος Καλόγερος μποροῦσε νά ἦταν τό πρώην ἀρχοντόπουλο. Ἡ μητέρα του πού οὔτε αὐτή τόν γνώρισε, ἀνυπόμονη, μέ τή λαχτάρα τοῦ παιδιοῦ της, μήνυσε πάλι στόν Ἀββᾶ Σιλουανό νά τῆς τό στείλη.
Ὁ Γέροντας φώναξε παράμερα τόν Μᾶρκο καί τοῦ εἶπε αὐστηρά:
- Δέν σοῦ εἴπα, παρήκοε, νά βγῆς ἔξω, νά σέ ἰδῆ ἡ μητέρα σου;
- Ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπες, Ἀββᾶ,
ἀποκρίθηκε ταπεινά ὁ νέος. Πῆγα καί τούς εὐχήθηκα νά τούς ἐλεήση ὁ Θεός. Ἀλλά μή μοῦ πῆς νά ξαναβγῶ, γιά νά μή σέ παρακούσω.
Ὁ Γέροντας θαύμασε τήν ἀποφασιστικότητα τοῦ νέου. Ὕστερα πῆγε ὁ ἴδιος καί εἶπε στήν ἀρχόντισσα πώς ὁ γυιός της ἦταν ὁ καλόγερος πού τούς εὐχήθηκε πρίν ἀπό λίγο νά τούς ἐλεήση ὁ Θεός. Τήν παρηγόρησε μέ τά σοφά του λόγια καί τήν ἔπεισε νά φύγη, χωρίς νά τόν ἐνοχλήση πιά.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.18]