ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ γιά τήν ἔρημο ὁ Ἀββᾶς Καρίων, πῆρε μαζί του τό μικρό γυιό
του Ζαχαρία.
Γρήγορα ὅμως δημιουργήθηκαν σκάνδαλα στή σκήτη πού κατέφυγαν, ἐξ’
αἰτίας τοῦ παιδιοῦ, κι οἱ Μοναχοί ἄρχισαν νά παραπονιῶνται. Τότε ο
Ἀββᾶς Καρίων, πού εἶχε φόβο Θεοῦ, πῆρε τόν Ζαχαρία καί πῆγε στή
Θηβαΐδα. Μά κι ἐκεῖ ἔγιναν τά ἴδια. Ἔτσι ἀναγκάστηκε νά γυρίση στή
σκήτη του. Δέν ἄργησαν ὅμως νά ξεσπάσουν πάλι παράπονα καί
γογγυσμοί.
Μιά μέρα, ὁ Ζαχαρίας, πού ἦταν πολύ ἔξυπνος καί τά καταλάβαινε ὅλα,
πῆγε κρυφά ἀπό τόν πατέρα του στή λίμνη τοῦ Νίτρου, ἔβγαλε τά ρούχα
του κι ἔπεσε μέσα. Ὅταν βγήκε ἔξω, τόσο πολύ εἶχε ἀλλάξει τό δέρμα
του ἀπό τήν ἐπίδρασι τοῦ νίτρου πού νόμιζε κανείς πώς ἔπαθε
ἐλεφαντίασι. Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του δέν μπόρεσε νά τόν γνωρίση παρά
μόνο ἀπό τή φωνή.
Ὄταν τήν Κυριακή πῆγε ὁ μικρός νά κοινωνήση, ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, ὁ
Πρεσβύτερος τῆς σκήτης, θαυμάζοντας τήν τόλμη του, εἶπε δυνατά γιά
ν’ ἀκουστῆ ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς:
- Ζαχαρία, παιδί μου, τήν περασμένη Κυριακή κοινώνησες σάν ἄνθρωπος,
σήμερα πλησιάζεις σάν Ἄγγελος τά Τίμια Δώρα.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.20]