ΚΑΠΟΤΕ πού ο Ἀββᾶς Ποιμήν βρισκόταν στή σύναξι τῶν Γερόντων, πῆγε
στή σκήτη ἕνας συγγενής του νά τοῦ ζητήση νά κάνη καλά τό παιδί του
πού κυριεύτηκε ξαφνικά ἀπό πονηρό πνεῦμα καί τό κεφάλι του ἔστρεφε
πίσω. Ὁ δυστυχισμένος πατέρας παρακάλεσε ἕναν ἀπό τούς Γέροντας νά
μεσιτέψη στόν Ὅσιο νά τόν δεχτῆ.
- Δέν θέλει νά ἔχη ἐπαφή μέ τούς συγγενεῖς του κι ἄν μέ ἰδῆ ἐδῶ,
χωρίς ἄλλο θά μέ διώξη.
Ὁ Γέροντας, πού τόν λυπήθηκε, ἔκανε αὐτό τό τέχνασμα. Ἔφερε τό
ἄρρωστο παιδί στή σύναξι καί εἶπε στούς Πατέρας:
- Κάνετε ἀγάπη, Ἀδελφοί, καί σφραγίστε μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ
τό βασανισμένο αὐτό πλάσμα.
Ἀρχίζοντας ἀπό τόν νεώτερο, τό γύρισε σέ ὅλους. Ὅταν ἔφτασε μπροστά
στόν Ὅσιο Ποιμένα, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τότε τόν μάλωσαν οἱ Γέροντες
καί τόν πρόσταζαν νά κάνη ὅ,τι ἔκαναν ὅλοι. Ὁ Ὅσιος, γιά νά μή φανῆ
παρήκοος, προσευχήθηκε καί μόλις ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ στό
ἄρρωστο παιδί, ἔφυγε τό πονηρό πνεῦμα κι ἔγινε ἐντελῶς καλά.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.21