ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΑΣΚΗΤΗΣΣτ-3.22, ΞΕΝΗΤΕΙΑ, (2/3/22).

ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ ἀνέβηκε στή σκήτη ἡ μητέρα τοῦ Ὁσίου νά ἰδῆ τά πέντε της παιδιά πού ἀσκήτευαν ἐκεῖ. Δέν τή δεχτήκανε ὅμως κι ἡ γριούλα κάθισε ἔξω ἀπό τήν καλύβα τους κι ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη.
- Γιατί κλαῖς; τήν ρώτησε ἀπό μέσα ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, χωρίς νά παρουσιαστῆ μπροστά της.
- Ἀφῆστε με νά σᾶς ἰδῶ γιά λίγο, παιδιά μου, γιά νά σβύση ἡ φλόγα τῆς καρδιᾶς μου, ἔλεγε ἐκείνη χύνοντας πιό πολλά δάκρυα.
- Ἐδῶ προτιμᾶς νά μάς ἰδῆς ἤ στόν ουρανό;
ρώτησε πάλι ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν.
- Ἄν δέν σᾶς ἰδῶ ἐδῶ, εἶναι βέβαιο πώς θά σᾶς ἰδῶ ἐκεῖ;
- Ἄν φανῆς γενναία καί ὑπομείνης ἀγόγγυστα τό χωρισμό μας,
ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, θά μᾶς συναντήσης, δίχως ἄλλο, στήν ἄλλη ζωή.
- Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, παιδί μου, προτιμῶ νά σᾶς ἀπολαύσω ἐκεῖ γιά πάντα
, εἶπε παρηγορημένη ἡ γριούλα καί γύρισε ἥσυχη στό σπιτικό της.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.22]