ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ ἀνέβηκε στή σκήτη ἡ μητέρα τοῦ Ὁσίου νά ἰδῆ τά πέντε της
παιδιά πού ἀσκήτευαν ἐκεῖ. Δέν τή δεχτήκανε ὅμως κι ἡ γριούλα κάθισε
ἔξω ἀπό τήν καλύβα τους κι ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη.
- Γιατί κλαῖς; τήν ρώτησε ἀπό μέσα ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, χωρίς νά
παρουσιαστῆ μπροστά της.
- Ἀφῆστε με νά σᾶς ἰδῶ γιά λίγο, παιδιά μου, γιά νά σβύση ἡ
φλόγα τῆς καρδιᾶς μου, ἔλεγε ἐκείνη χύνοντας πιό πολλά δάκρυα.
- Ἐδῶ προτιμᾶς νά μάς ἰδῆς ἤ στόν ουρανό; ρώτησε πάλι ὁ Ἀββᾶς
Ποιμήν.
- Ἄν δέν σᾶς ἰδῶ ἐδῶ, εἶναι βέβαιο πώς θά σᾶς ἰδῶ ἐκεῖ;
- Ἄν φανῆς γενναία καί ὑπομείνης ἀγόγγυστα τό χωρισμό μας,
ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, θά μᾶς συναντήσης, δίχως ἄλλο, στήν ἄλλη
ζωή.
- Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, παιδί μου, προτιμῶ νά σᾶς ἀπολαύσω ἐκεῖ γιά πάντα,
εἶπε παρηγορημένη ἡ γριούλα καί γύρισε ἥσυχη στό σπιτικό της.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.22]