Ο ΑΒΒΑΣ Εὐλόγιος ἔδινε μόνο τρεῖς ἡμέρες ἄδεια στούς μαθητάς του νά
μείνουν στήν πό-λι, ὅταν ὑπῆρχε ἀνάγκη νά κατέβουν.
Ὕστερα ἀπό τήν τρίτη ἡμέρα, τούς προειδοποιοῦσε, δέ φέρνω καμμιά
εὐθύνη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, γιά ὅ,τι σᾶς συμβῆ ἐκεῖ.
Τούς ἔλεγε καί τό παρακάτω περιστατικό ἀπό τή ζωή του:
- Ἀφ’ ὅτου ἔγινα Μοναχός, ἔκανα τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια σέ
τοῦτο τό κελλί. Δέν ἔβγαινα παρά κάθε Κυριακή γιά νά πάω στήν
Ἐκκλησία νά κοινωνήσω καί νά γυρίσω πίσω βιαστικός. Ποτέ δέ
χρονοτρίβησα στό δρόμο οὔτε κουβέντα ἔπιασα μέ ἄλλον Ἀδελφό. Σάν
γέρασα πιά, μ’ ἀνάγκασαν οἱ Πατέρες νά πάω στήν Ἀλεξάνδρεια μέ τόν
Ἀββᾶ Δανιήλ, στόν Πατριάρχη, γιά ὑπόθεσι τῆς σκήτης μας. Στήν πόλι
συνάντησα, πρός μεγάλη μου ἔκπληξι, πολλούς Μοναχούς νά διαβαίνουν
ἀμέριμνα στούς δρόμους. Ὁ Θεός ὅμως, γιά νά μέ προ-φυλάξη, ἄνοιξε τά
μάτια τῆς ψυχῆς μου καί εἶδα σέ τί κατάστασι βρίσκονταν. Πολλοί
περνοῦσαν μέ συντροφιά γυναικῶν πού τούς ψιθύριζαν στ’ αὐτί ἄσεμνα
λόγια. Ἄλλοι συνωδεύονταν ἀπό μικρά παιδιά κι ἄφηναν νά τούς
ρυπαίνουν μέ κάθε εἴδους ἀκαθαρσία. Σ’ ἄλλων τό κεφάλι κατέβαιναν
κοράκια καί τό χτυποῦσαν μέ τό ράμφος τους. Κατάλαβα τότε πώς
ἐκεῖνοι oἱ δυστυχισμένοι εἶχαν βυθιστῆ στ’ ἀκάθαρτα πάθη πού τούς
παρέσυραν τά πονηρά πνεύματα.
Νά τό κέρδος τοῦ Μοναχοῦ, πού μένει ἀφρόντιστα στόν κόσμο, εἴπα στόν
ἑαυτό μου. Τρομοκρατημένος, βιάστηκα νά γυρίσω στό κελλί μου. Ἀπό
τότε, πᾶνε ἀρκετά χρόνια τώρα, δέ βγήκα ἔξω ἀπ’ αὐτό.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.23]