Στ-3.31, ΞΕΝΗΤΕΙΑ, (16/3/22).ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΑΣΚΗΤΕΣ

Ο ΕΠΑΡΧΟΣ τῆς Ἀλεξάνδρειας ἔβαλε ἕνα συμπατριώτη τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένος στή φυλακή γιά σοβαρή παράβασι. Οἱ συγγενεῖς τοῦ φυλακισμένου πῆγαν στόν Ὅσιο καί τόν παρακαλοῦσαν νά μεσιτεύση γιά τήν ἀποφυλάκισί του, ἐπειδή ὁ Ἔπαρχος ἦταν φίλος του.
- Δόστε μου τρεῖς μέρες προθεσμία νά σκεφθῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, κι ὕστερα βλέπομε.
Στό διάστημα αὐτό ἔκανε θερμή προσευχή καί ἔλεγε:
- Θεέ μου, ἄς μή γίνη αὐτή ἡ χάρι, γιατί δέ θά μέ ἀφήνουν πιά ἥσυχο οἱ ἄνθρωποι μέ τίς ὑποθέσεις τους.
Ὕστερα κατέβηκε στόν Ἔπαρχο καί παρακάλεσε γιά τόν συμπατριώτη του.
- Δέ γίνεται, τοῦ εἶπε ἐκεῖνος, γιατί εἶναι βαρημένος μέ ληστείες.
Ὁ Ὅσιος χάρηκε, πού δέν εἶχε πέρασι ἡ μεσιτεία του κι εὐχαρίστησε μέ τήν καρδιά του τόν Θεό.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.31]