ΚΑΠΟΤΕ παρήγγειλε ὁ Ἔπαρχος στόν Ἀββᾶ Ποιμένα νά πάη στήν πόλι νά
τόν ἰδῇ. Ἐκεῖνος ἀνέβαλλε διαρκῶς τήν ἐπίσκεψι, ὥσπου ὁ ἄρχοντας,
γιά νά τόν ἐξαναγκάση, ἔκλεισε μέ κάποια πρόφασι στή φυλακή τόν γυιό
τῆς ἀδελφῆς του. Ὕστερα, εἶπε πώς θά τόν ἄφηνε ἐλεύθερο, ἄν ἔδινε
γι’ αὐτόν ἐγγύησι ὁ Ὅσιος. Ἔτσι ἀνέβηκε στή σκήτη ἡ μητέρα τοῦ νέου
καί παρακαλοῦσε μέ δάκρυα τόν Γέροντα νά πάη ὥς τήν πόλι νά βγάλη τό
γυιό της ἀπό τή φυλακή.
- Ὁ Ποιμήν δέ γέννησε παιδιά, γιά νά ἔχη τή φροντίδα τους, τῆς ἔλεγε
ἐκεῖνος.
Καί στόν ἄρχοντα, πού ἐξακολουθοῦσε νά ἐπιμένη γιά τήν ἐγγύησι,
παρήγγειλε:
- Καθῆκον σου εἶναι νά ἐξετάσης τήν ἐνοχή του, σύμφωνα μέ τούς
νόμους τῆς πολιτείας. Ἄν εἶναι ἄξιος θανάτου ἤ φυλακῆς, ἄς
καταδικασθῇ. Ἄν ὅμως δέν εἶναι, κάνε ὅ,τι σοῦ λέει ἡ συνείδησίς σου.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.32]