ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΑΣΚΗΤΗΣΣτ-3.5, ΞΕΝΗΤΕΙΑ, (15/12/21).

ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς ξενιτείας κι ἐκεῖνος, ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως, διηγήθηκε τό ἀκόλουθο περιστατικό:
- Ἕνας νέος ἄφησε τήν πατρίδα του καί ξενιτεύτηκε γιά τό Χριστό. Πῆγε σέ μιά σκήτη βαθειά στήν ἔρημο καί ζήτησε νά γίνη Μοναχός. Τόν δέχτηκαν. Οἱ ἀδελφοί τῆς σκήτης εἴχαν ἔθιμο νά τρώγουν κάθε Κυριακή, ὕστερα ἀπό τή Θεία Λειτουργία, ὅλοι μαζί σέ κοινό τραπέζι. Πῆγε καί ὁ ξένος νά καθίση μαζί τους τήν πρώτη Κυριακή πού βρέθηκε στήν ἐκκλησία.
- Ποιός εἶναι αὐτός; ρωτοῦσαν μεταξύ τους οἱ Μοναχοί. Ποιός τόν προσκάλεσε νά φάη;
Ἐπειδή κανένας δέν τόν ἤξερε, τοῦ εἶπαν νά σηκωθῆ νά φύγη. Ὁ νέος χωρίς ἀντίρρησι ἔφυγε ἀμέσως. Σέ λίγο ὅμως μετενόησαν οἱ Ἀδελφοί γιά τή συμπεριφορά τους στόν ξένο κι ἔστειλαν νά τόν φέρουν πίσω. Ἐκεῖνος παρευθύς ἐγύρισε. Ἐθαύμασαν τήν ἀκακία του οἱ Μοναχοί κι ὅταν τελείωσε τό φαγητό, τόν ρώτησαν:
- Τί νά σκέφτηκες τάχα, Ἀδελφέ, ὅταν σέ διώξαμε ἀπό τό τραπέζι καί πάλι σέ φέραμε πίσω;
- Σκέφθηκα, ἀποκρίθηκε μέ ἀπλότητα ἐκεῖνος, πώς δέν εἶμαι καλλίτερος ἀπό τό σκυλί πού φεύγει, σάν τό διώχνουν, κι ὅταν πάλι τό φωνάζουν, ἔρχεται.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.5]