ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΑΣΚΗΤΕΣΣτ-3.7, ΞΕΝΗΤΕΙΑ, (29/12/21).

ΤΡΕΙΣ ΕΥΣΕΒΕΙΣ νέοι, φίλοι μεταξύ τους, ἀκολούθησαν τρεῖς διαφορετικούς δρόμους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἕνας ἀποφάσισε ν’ ἀφιερώση τή ζωή του στό νά συμφιλιώνη μεταξύ τους τούς ἐχθρούς καί ἀντιπάλους. Τόν συγκινοῦσε βαθειά τό ἔργον τοῦ εἰρηνοποιοῦ.
Ὁ ἄλλος, δοσμένος ὁλόψυχα στήν ἀγάπη τοῦ πλησίον, πήγαινε βάλσαμο παρηγοριᾶς στούς δυστυχισμένους.
Ὁ τρίτος, φλογερός ἐραστής τῆς ἡσυχίας, πῆγε στήν ἔρημο νά ζήση ξένος κι’ ἄγνωστος ἀνάμεσα στούς ἀσκητᾶς καί ἐρημίτας.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ὁ πρώτος, ἀηδιασμένος ἀπό τίς δολοπλοκίες, τίς ἀντιθέσεις, τίς διαμάχες τῶν ἀνθρώπων, πού δέν εἶχαν ποτέ σταματημό, πῆγε νά βρῆ τό σύντροφό του νά ἰδῆ μήπως ἐκεῖνος εἶχε πιό ἐπιτυχία στό ἔργο του. Ἀλλά κι’ ἐκεῖνος ἦταν ἀπογοητευμένος. Ἡ δυστυχία κι’ ἡ κακομοιριά τῶν συνανθρώπων του ἦταν τόσο μεγάλη πού δέν ἔφθανε νά τήν ἀνακουφίση, καθώς ἤθελε. Κι’ οἱ δυό μαζί τότε ξεκίνησαν νά συναντήσουν τόν παλιό τους φίλο, νά ἰδοῦν τί κέρδος εἶχε ἐκεῖνος ἀπό τήν ξενιτεία του. Τόν βρῆκαν στό ἐρημητήριό του κι’ ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκαν τά βάσανά τους, τόν ρώτησαν τί ἀπόκτησε ζῶντας τόσα χρόνια ἀποτραβηγμένος ἀπό τόν κόσμο. Ἐκεῖνος, ἀντί νά τούς ἀποκριθῆ μέ λόγια, ἔκανε τοῦτο τό παράξενο: Πήρε ἕνα δοχείο, τό γέμισε νερό κι’ εἶπε στούς φίλους του νά κυττάξουν μέσα.
- Βλέπετε τίποτε; τούς ρώτησε.
- Νερό ταραγμένο.
Ὕστερα ἀπό λίγο, ὅταν τό νερό εἶχε ἠρεμήσει πιά, τούς εἶπε νά ξανακυττάξουν μέσα.
- Τί βλέπετε;
- Τά πρόσωπά μας, ἀποκρίθηκαν ἐκεῖνοι.
- Νά, λοιπόν, τί ἀπόκτησα στήν ἠρεμία τῆς ἐρήμου, εἶπε τότε ὁ ἡσυχαστής. Βλέπω κάθε μέρα καί γνωρίζω καλλίτερα τόν ἑαυτό μου, τίς ἐλλείψεις καί τίς ἀδυναμίες μου. Ἀγωνίζομαι νά διορθωθῶ καί ποτέ δέν ἔνοιωσα κόπο κι’ ἀπογοήτευσι.
Οἱ ἄλλοι δυό συμφώνησαν πώς ὁ ἐρημίτης εἶχε δίκαιο.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Στ, παρ. 3.7]