ΕΝΑΣ ἀρχάριος μοναχός ἐξωμολογήθηκε στόν Ἀββᾶ Σαρματά:
- Ὁ λογισμός μου μέ βασανίζει, Ἀββᾶ, λέγοντάς μου: φᾶγε, πιές καί
κοιμήσου.
- Σάν πεινᾶς, φᾶγε, σαν διψᾶς, πιές, κι ὅταν νυστάζης, κοιμήσου, τοῦ
ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας.
Γυρίζοντας πίσω στό κελλί του ὁ ἀδελφός, βρῆκε στό δρόμο ἕνα γείτονα
τοῦ ἐρημίτη καί τοῦ ἀνέφερε τά λόγια τοὺ Ἀββᾶ.
- Νά τί ἐννοοῦσε ὁ γέροντας, ἐξήγησε ἐκεῖνος γιά νά προλάβῃ τήν
παρανόησι τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅταν ἀτονήσης καί δέν μπορείς νά πάρῃς τά
πόδια σου, κάθισε τότε καί φᾶγε. Σάν πεθαίνης ἀπό δίψα, πιές, κι
ὅταν ἐξαντλήσης τίς δυνάμεις σου ἀπό ὑπερβολική ἀγρυπνία, πέσε νά
κοιμηθῇς.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Θ, παρ. 1.10]