Ο ΑΒΒΑΣ Ἰωάννης, πού ἦταν Ἡγούμενος σ’ ἕνα μεγάλο Κοινόβιο στήν
Αἴγυπτο, πῆγε κάποτε βαθειά στήν ἔρημο νά συναντήσῃ τόν Ὅσιο Παΐσιο,
τόν ξακουσμένο ἀσκητή, πού σαράντα ὁλόκληρα χρόνια ἀγωνιζόταν ἐκεῖ
μόνος του.
- Τί κατώρθωσες, ζῶντας μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους, Πᾶτερ; τόν ρώτησε
ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης.
- Ἁφ' ὅτου ἦλθα ἐδῶ, δέ μέ εἶδε οὔτε μιά φορά ὁ ἥλιος νά τρώγω,
ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος.
- Οὔτε ἐμένα ὠργισμένο, εἶπε ὁ Ἀββᾶς.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Θ, παρ. 1.5]
Θ-1.6, ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ, (27/3/24).
ΕΛΕΓΕ γιά τόν Γέροντά του κάποιος ὑποτακτικός, πώς εἴκοσι ὁλόκληρα
χρόνια δέν ξάπλωσε νά κοιμηθῇ σέ στρῶμα, ἀλλά ἔπαιρνε λίγο ὕπνο,
καθισμένος στό σκαμνί πού ἐργαζόταν. Ἔτρωγε δε, ὅλο ἐκεῖνο τόν
καιρό, κάθε δυό μέρες, ἄλλοτε κάθε τέσσερεις ἤ πέντε. Συνήθιζε νά
τρώγῃ μέ τό ἕνα χέρι τό λιτό του φαγητό, ἐνῶ τό ἄλλο τό εἶχε πάντα
ὑψωμένο στόν οὐρανό καί προσευχόταν.
- Γιατί τό κάνεις αὐτό, Ἀββᾶ; ρωτοῦσε ὁ μαθητής του.
- Ἔχω μπροστά στά μάτια μου τήν κρίσι τοῦ Θεοῦ, τέκνον μου, καί δέν
μπορῶ νά περιμένω, τοῦ ἐξηγοῦσε ὁ ἀγαθός Γέροντας.
Βγῆκε μιά μέρα ἀπό τήν καλύβα του ὁ Ἀββᾶς καί βρῆκε τόν μαθητή του
ξαπλωμένο στό κατῶφλι νά κοιμᾶται. Στάθηκε ἔκπληκτος ἀπό πάνω του
καί τόν κύτταζε, κουνῶντας περίλυπος τήν κεφαλή του.
- Ποῦ νά βρίσκεται ἄραγε ὁ λογισμός του καί κοιμᾶται μέ τόση
ἀφροντισιά;
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Θ, παρ. 1.6]