ΚΑΠΟΙΟΣ πολύ γέρος ἐρημίτης ἀρρώστησε καί βασανιζόταν μόνος του,
γιατί δέν βρισκόταν σ’ ἐκείνη τήν ἐρημιά ἄνθρωπος νά τόν φροντίση.
Βλέποντας τήν ὑπομονή του ὁ Θεός, φώτισε ἐνα νέο Μοναχό νά πάῃ ὥς
τήν καλύβα του. Σάν τόν βρῆκε βαρειά ἄρρωστο, στάθηκε μέ ἀγάπη στό
πλευρό του νά τόν ἀνακουφίσῃ. Τόν ἔπλυνε, του ἔφτιαξε ἕνα ἀχυρένιο
στρῶμα καί τοῦ μαγείρεψε λίγο φαγητό.
- Πίστεψέ με, ἀδελφέ, τοῦ εἶπε μ’ εὐγνωμοσύνη ὁ Γέροντας, πώς εἶχα
ἐντελῶς ξεχάσει ὅτι ὑπάρχουν τέτοιες ἀναπαύσεις στούς ἀνθρώπους.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ ἀδελφός τοῦ ἔφερε λίγο κρασί γιά νά τόν τονώση. Σάν
τό εἶδε ὁ Γέροντας, δάκρυσε καί ψιθύρισε:
- Τέτοια περιποίησι δέν περίμενα μέχρι τόν θάνατό μου.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές
από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Θ, παρ. 1.8]