ΕΝΑΣ
νέος Μοναχὸς ρώτησε κάποιο γέροντα, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ μωρὸς
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος τότε τοῦ διηγήθηκε αὐτὸ τὸ
περιστατικό:
- Ἕνας γείτονάς μου Ἐρημίτης περιμάζεψε ἕνα ἐγκατελιμμένο παιδὶ
στὴν καλύβα του καὶ τὸ μεγάλωσε. Μία μέρα τὸν ἄκουσα νὰ τὸ
συμβουλεύει:
« Ἂν τύχει νὰ σὲ βρίσει κανείς, γυιέ μου, ἐσὺ εὐλόγησέ τον. Ὅταν σὲ
προσκαλέσουν σὲ τραπέζι, φᾶγε τὰ χειρότερα κι ἄφησε γιὰ τοὺς ἄλλους
τὰ καλλίτερα. Ἂν πρέπει νὰ διαλέξῃς μόνος τὰ φορέματά σου, προτίμησε
τὰ παλιὰ κι ἄφησε στοὺς ἄλλους τὰ καινούργια. Ἂν σὲ στείλουν…
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώση τὴ φράσι του ὁ Γέροντας, τὸ παιδὶ βιάστηκε
νὰ τὸν διακόψει:
- Μὰ γιὰ κουτὸ μὲ περνᾶς, Ἀββᾶ, νὰ κάνω ὅλα τοῦτα πού μοῦ
ἀραδιάζεις;
- Ναί, παιδί μου, ἀποκρίθηκε ὁ καλὸς Ἀββᾶς, γίνε μωρός, γιὰ
τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, νὰ βρῇς γαλήνη στὴ ζωή σου.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.110]