ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΑΝ
στὴν πόλι ἕναν Ἅγιο Ἐρημίτη νὰ θεραπεύσῃ μὲ τὴν προσευχὴ του ἕνα
δαιμονισμένο νέο. Σὰν τὸν εἶδαν νὰ πλησιάζῃ, οἱ συγγενεῖς τοῦ
ἀρρώστου, βγῆκαν μὲ λαμπάδες ἀναμμένες νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν. Αὐτὸ ὅμως
κακοφάνηκε στὸν ταπεινὸ Γέροντα καὶ βρῆκε αὐτὸ τὸ τέχνασμα νὰ τοὺς
διώξῃ: Ἔβγαλε ὅλα του τὰ ροῦχα κι ἔμεινε γυμνός. Ὕστερα κάθησε νὰ τὰ
πλένῃ στὸ ποτάμι. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν εἶδαν, ἔφυγαν σκανδαλισμένοι.
- Πῶς τὸ ἔκανες αὐτό, Ἀββᾶ; τὸν ρώτησε ἀργότερα κάποιος φίλος του.
Ὅσοι σὲ εἶδαν νὰ γυμνώνεσαι, εἶπαν πὼς ἔχεις δαιμόνιο.
- Αὐτὸ γύρευα κι ἐγώ, ἀποκρίθηκε ὁ ταπεινὸς Γέροντας.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.116]