Η
ΤΑΠΕΙΝΟΛΟΓΙΑ δὲν εἶναι ταπεινοφροσύνη, ἔλεγεν ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων, καὶ
διηγεῖτο στοὺς ἀδελφοὺς τὸ παρακάτω περιστατικό:
Ἦλθε κάποτε στὸ κελλί μου ἕνας νέος Μοναχὸς νὰ μὲ συμβουλευτῇ.
Θέλησα νὰ τοῦ πλύνω τὰ πόδια, ὅπως ἔκανα σ’ ὅλους τους ξένους μου.
Στάθηκε ὅμως ἀδύνατο νὰ τὸν πείσω. Ἐξευτέλιζε τὸν ἑαυτό του κι ἔλεγε
πὼς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ τὸν ἀγγίσω. Στὴν τράπεζα τὸν παρακάλεσα νὰ
εἰπῇ τὴν προσευχή.
- Εἶμαι ἁμαρτωλός, μοῦ ἔλεγε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εὐλογήσω τὸ
τραπέζι.
Σὰν ἀποφάγαμε, μοῦ εἶπε πὼς εἶχε ἐπιθυμία νὰ γυρίσῃ ὅλη τὴν ἔρημο νὰ
συνομιλήσῃ μὲ τοὺς ἀναχωρητᾶς.
- Εἶσαι πολὺ νέος ἀκόμη γιὰ τέτοιες περιοδεῖες, ἀδελφέ. Ἂν θὲς τὴ
σωτηρία σου, κλείσου στὸ κελλί σου καὶ πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου, τὸν
συμβούλεψα. Καμμιὰ ὠφέλεια δὲν ἔχεις νὰ γυρίζῃς στὴν ἔρημο.
Πρόσεξα πὼς μὲ ἄκουε ἐνοχλημένος. Ἡ ὄψι του ἄρχισε ν’ ἀγριεύῃ.
Νόμιζε ὁ δυστυχὴς πὼς ἤθελα νὰ τὸν ἐλέγξω μ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγα καὶ
μέσα του ἀγανακτοῦσε.
- Μέχρι τώρα, ἀδελφέ, ἀναγκάστηκα τότε νὰ τοῦ εἰπῶ, κατηγοροῦσες τὸν
ἑαυτό σου γιὰ ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο γιὰ νὰ ζῇς ἀκόμη. Καὶ τώρα, ποὺ ἀπὸ
ἀγάπη σοῦ ἔκανα αὐτὴ τὴ μικρὴ ὑπόδειξι, ἀναστατώθηκες. Μᾶθε νὰ ἔχῃς
ταπεινοσύνη στὴν καρδιὰ κι ὄχι στὰ λόγια μόνο.
Ὁ ἀδελφὸς ἔνοιωσε εὐτυχῶς τὸ σφάλμα του κι ἔφυγε ὠφελημένος.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.117]