ΚΑΠΟΙΟΣ
Ἐρημίτης, ποὺ συνήθιζε νὰ φορῇ μόνο ἕνα τρίχινο μανδύα, πῆγε μία
φορᾶ νὰ ἐξομολογηθῇ στὸν Ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ.
- Αὐτὸ μόνο δὲ σὲ ὠφελεῖ σὲ τίποτε, Ἀδελφέ, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας,
δείχνοντάς του τὸν τρίχινο μανδύα.
- Μὲ βασανίζουν τρεῖς λογισμοί, Ἀββᾶ, εἶπε ὁ Ἐρημίτης. Ὁ ἕνας μου
λέγει νὰ κατοικήσω πολὺ βαθειὰ στὴν ἔρημο, ὁ ἄλλος νὰ πάω ξένος κι
ἄγνωστος σὲ μακρινὸ τόπο κι ὁ τρίτος νὰ κλειστῶ στὴν καλύβα μου,
χωρὶς νὰ βλέπω ἄνθρωπο καὶ νὰ τρώγω κάθε δυὸ μέρες. Τί νὰ διαλέξω
ἀπ’ ὅλα αὐτά;
- Κανένα δὲν σὲ ὠφελεῖ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Ἂν θὲς ν’ ἀκούσης
τὴ συμβουλή μου, μεῖνε στὸ κελλί σου, τρῶγε λίγο κάθε μέρα καὶ κράτα
διαρκῶς στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σου τὰ λόγια του τελώνη: «ὁ Θεός,
ἰλάσθητι μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Μόνο μὲ τὴν ταπείνωσι θὰ βρῇς σωτηρία..
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.14]