Ο
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ κάποιας ἐπαρχίας ἔπεσε μία φορά σὲ μεγάλη ἁμαρτία. Τὴν
ἄλλη μέρα ἦταν γιορτὴ κι ἐπρόκειτο νὰ λειτουργήσῃ σὲ μιὰν ἐκκλησία,
ποὺ πανηγύριζε καὶ ποὺ πήγαινε συνήθως ὁλόκληρη ἡ πόλις.
Μόλις μπῆκε στὴν ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα, φανέρωσε
μπροστὰ στὸ πλῆθος τὴν ἁμαρτία του, ἔβγαλε τὸ ὠμοφόριό του, τὸ ἔδωσε
στὸ Διάκονό του, καὶ εἶπε μὲ πολλὴ συντριβὴ δυνατὰ γιὰ ν’ ἀκουστῇ
ἀπ’ ὅλους:
- Ὕστερα ἀπὸ τέτοια ἁμαρτία, δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι πιὰ Ἐπίσκοπός σας.
Διαλέξτε κάποιον ἄξιο.
Ἔκανε νὰ φύγῃ, ὁ κόσμος ὅμως, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἐμπόδισε.
- Μεῖνε στὴ θέσι σου κι ἂς εἶναι ἐπάνω μας ἡ ἁμαρτία σου, φώναξαν
ὅλοι μὲ μία φωνή.
Συγκινημένος ὁ Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε πάλι στὸν
ἄμβωνα καὶ φώναξε:
- Ἂν θέλετε νὰ μείνω στὴ θέσι, ποὺ ἀνάξια κατέχω, θὰ κάνετε ὅ,τι
σᾶς εἰπῶ.
Πρόσταξε νὰ κλειστοῦν ἀμέσως οἱ πόρτες τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ μείνη
μόνο μία μικρὴ ἔξοδος. Ἔπεσε κατάχαμα μπροστὰ σ’ αὐτὴ καὶ εἶπε
δυνατὰ στὸ ἐκκλησίασμα γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι:
- Δὲν θὰ ἔχη μέρος μὲ τὸν Θεὸ ὅποιος δὲν μὲ πατήση, προτοῦ βγῇ
ἀπὸ ἐδῶ.
Οἱ χριστιανοί, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὸν Ἐπίσκοπό τους, ὑπήκουσαν.
Ἕνας-ἕνας, ποὺ ἔβγαινε, πατοῦσε ἀπὸ πάνω του. Ὅταν πέρασε καὶ ὁ
τελευταῖος, ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέγῃ:
- Γιὰ τὴ μεγάλη του ταπείνωσι, συγχωρήθηκε ἡ ἁμαρτία
του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.16]