Η
ΘΥΓΑΤΕΡΑ κάποιου πλουσίου στὴν Ἀλεξάνδρεια κυριεύτηκε ξαφνικὰ ἀπὸ
πονηρὸ πνεῦμα καὶ βασανιζόταν σκληρά.
Ὁ πατέρας της ξόδεψε πολλὰ χρήματα γιὰ νὰ τὴν κάνη καλά. Ἀνώφελα
ὅμως. Ἡ κατάστασις τῆς νέας ὅλο καὶ χειροτέρευε. Κάποτε ἔμαθε πὼς
ἕνας Ἐρημίτης, ποὺ ἀσκήτευε πάνω στὸ βουνό, εἶχε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ
χάρισμα νὰ διώχνῃ τὰ δαιμόνια. Τοῦ εἶπαν ὅμως πὼς ἦταν τόσο
ταπεινός, ποὺ ποτὲ δὲν θὰ δεχόταν νὰ κάνῃ μία τέτοια θεραπεία.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βρῇ κάποια ἄλλη πρόφασι ὁ ἄρχοντας γιὰ νὰ τὸν φέρη
στὸ σπίτι του.
Μία μέρα κατέβηκε στὴν πόλι ὁ Ἐρημίτης νὰ πουλήσῃ τὰ πανέρια του. Ὁ
πατέρας τῆς κόρης ἔστειλε ἕνα ὑπηρέτη ν’ ἀγοράσῃ μερικὰ καὶ νὰ τὸν
προσκαλέσῃ στὸ σπίτι γιὰ νὰ πληρωθῇ. Ἀνύποπτος ἐκεῖνος πῆγε. Μόλις
ὅμως πάτησε μέσα τὸ πόδι του, ἡ δαιμονισμένη, ποὺ ἦταν κρυμμένη πίσω
ἀπὸ τὴν πόρτα, ὤρμησε πάνω του καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατὸ μπάτσο στὸ
πρόσωπο. Ὁ Ἅγιος Ἐρημίτης, χωρὶς νὰ χάσῃ καθόλου τὴν ἠρεμία του,
ἔστρεψε ταπεινὰ καὶ τὸ ἄλλο μέρος, ἐκτελῶντας ἔτσι τὴν ἐντολὴ τοῦ
Κυρίου.
Τότε ἔγινε αὐτὸ τὸ ξαφνικό: Τὸ δαιμόνιο ἄρχισε νὰ σπαράζῃ ἄγρια καὶ
νὰ βγάζῃ ἀπελπιστικὲς κραυγές:
- Ὤ, βία! Φεύγω, δὲν μπορῶ νὰ μείνω πιά, μὲ διώχνει ἡ ἐντολὴ τοῦ
Χριστοῦ.
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐλευθέρωσε τὸ βασανισμένο πλάσμα. Ὁλόκληρη ἡ
οἰκογένεια, μαζὶ μὲ τὴν κόρη ποὺ βρῆκε πιὰ τὰ λογικά της, δόξασαν
τὸν Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους καὶ ζήτησαν
τὸν Ἅγιο Γέροντα γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Ἐκεῖνος ὅμως,
ἀποφεύγοντας τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο, εἶχε κιόλας ἐξαφανισθῇ.
Ὅταν οἱ Πατέρες στὴν ἔρημο πληροφορήθηκαν τὰ γεγονότα, ἔλεγαν μεταξύ
τους, πὼς τίποτε ἄλλο δὲν καταβάλλει τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ διαβόλου,
ὅσο ἡ ταπεινοσύνη καὶ ἡ ὑποταγὴ στὶς θεῖες ἐντολές.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.21]