ΚΑΠΟΤΕ ρώτησε ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς τὸ νεαρὸ Ζαχαρία:
- Τί νὰ κάνω, παιδί μου, γιὰ νὰ σωθῶ;
- Ἐμένα τὸν ἀνίδεο ρωτᾶς, Ἀββᾶ; τοῦ εἶπε ἐκεῖνος συνεσταλμένος.
- Πίστεψε μέ, Ἀδελφέ, εἶδα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ σ’ ἐπισκιάζη κι
αὐτὸ μ’ ἀναγκάζει νὰ σὲ συμβουλευτῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας.
Ὁ Ζαχαρίας τότε ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὸν καλογερικὸ σκοῦφο του,
τὸν πέταξε κατὰ γῆς κι ἄρχισε νὰ τὸν ποδοπατᾶ λέγοντας:
- Ἂν ὁ καλόγερος δὲν ποδοπατηθῇ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, Ἀββᾶ, δὲν
βρίσκει σωτηρία.
Ζ-1.24, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (11/5/22).
Ο ΘΕΟΣ κάλεσε γρήγορα κοντά Του τὸν ἐπίγειο ἐκεῖνο Ἄγγελο. Στὶς
τελευταῖες του στιγμὲς τὸν εἶχαν περικυκλώσει πολλοὶ ἀπὸ τοὺς
μεγάλους Πατέρες τῆς σκήτης. Ἀνάμεσά τους ἦταν ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος ὁ
Πρεσβύτερος, ὁ Ὅσιος Ποιμὴν κι ὁ Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, ποὺ εἶχε στενὸ
πνευματικὸ σύνδεσμο μὲ τὸν μακάριο Ζαχαρία.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶχε ὑψώσει τὰ μάτια στὸν Οὐρανό. Ἦταν φανερὸ πὼς
ἔβλεπε μόνο τὸν ἄυλο κόσμο.
- Τί κυττάζεις τόσο ἐπίμονα, τέκνον; τὸν ρωτοῦσε κάθε τόσο
ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς, ποὺ μόλις μποροῦσε νὰ συγκρατήση τὰ δάκρυα γιὰ τὴ
στέρηση τοῦ μικροῦ του φίλου.
- Δὲν εἶναι προτιμότερο νὰ σωπαίνω, Ἀββᾶ; ψιθύρισε ἐκεῖνος.
- Ναί, παιδί μου. Ἐσὺ πάντα προτιμοῦσες τὴν ταπεινὴ σιωπή.
Ὅταν πιὰ ξεψύχησε, τὸ πρόσωπό του ἄστραψε, λὲς κι ἔβλεπε μορφὴ
Ἀγγέλου. Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, ποὺ στεκόταν ἀμίλητος παράμερα,
σήκωσε τὰ δακρυσμένα μάτια του στὸν Οὐρανὸ καὶ ψιθύρισε:
- Εὐφραίνου, τέκνον Ζαχαρία. Ἀνοίγονται τώρα γιὰ σένα οἱ πύλες
τῆς αἰωνιότητος.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.23-1.24]