Ζ-1.23, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (11/5/22).ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΚΑΠΟΤΕ ρώτησε ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς τὸ νεαρὸ Ζαχαρία:
- Τί νὰ κάνω, παιδί μου, γιὰ νὰ σωθῶ;
- Ἐμένα τὸν ἀνίδεο ρωτᾶς, Ἀββᾶ;
τοῦ εἶπε ἐκεῖνος συνεσταλμένος.
- Πίστεψε μέ, Ἀδελφέ, εἶδα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ σ’ ἐπισκιάζη κι αὐτὸ μ’ ἀναγκάζει νὰ σὲ συμβουλευτῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας.
Ὁ Ζαχαρίας τότε ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὸν καλογερικὸ σκοῦφο του, τὸν πέταξε κατὰ γῆς κι ἄρχισε νὰ τὸν ποδοπατᾶ λέγοντας:
- Ἂν ὁ καλόγερος δὲν ποδοπατηθῇ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, Ἀββᾶ, δὲν βρίσκει σωτηρία.

 

Ζ-1.24, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (11/5/22).

Ο ΘΕΟΣ κάλεσε γρήγορα κοντά Του τὸν ἐπίγειο ἐκεῖνο Ἄγγελο. Στὶς τελευταῖες του στιγμὲς τὸν εἶχαν περικυκλώσει πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς σκήτης. Ἀνάμεσά τους ἦταν ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος ὁ Πρεσβύτερος, ὁ Ὅσιος Ποιμὴν κι ὁ Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, ποὺ εἶχε στενὸ πνευματικὸ σύνδεσμο μὲ τὸν μακάριο Ζαχαρία.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶχε ὑψώσει τὰ μάτια στὸν Οὐρανό. Ἦταν φανερὸ πὼς ἔβλεπε μόνο τὸν ἄυλο κόσμο.
- Τί κυττάζεις τόσο ἐπίμονα, τέκνον; τὸν ρωτοῦσε κάθε τόσο ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς, ποὺ μόλις μποροῦσε νὰ συγκρατήση τὰ δάκρυα γιὰ τὴ στέρηση τοῦ μικροῦ του φίλου.
- Δὲν εἶναι προτιμότερο νὰ σωπαίνω, Ἀββᾶ; ψιθύρισε ἐκεῖνος.
- Ναί, παιδί μου. Ἐσὺ πάντα προτιμοῦσες τὴν ταπεινὴ σιωπή.
Ὅταν πιὰ ξεψύχησε, τὸ πρόσωπό του ἄστραψε, λὲς κι ἔβλεπε μορφὴ Ἀγγέλου. Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, ποὺ στεκόταν ἀμίλητος παράμερα, σήκωσε τὰ δακρυσμένα μάτια του στὸν Οὐρανὸ καὶ ψιθύρισε:
- Εὐφραίνου, τέκνον Ζαχαρία. Ἀνοίγονται τώρα γιὰ σένα οἱ πύλες τῆς αἰωνιότητος.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.23-1.24]