ΞΕΚΙΝΗΣΕ
κάποτε νὰ πάη νὰ ἐπισκεφθῇ τοὺς ἀσκητᾶς τῆς Νιτρίας ὁ Πατριάρχης τῆς
Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος. Στὸ δρόμο του συνάντησε ἕνα γέροντα Ἀσκητή.
- Τί κέρδισες, Ἀββᾶ, ζῶντας σ’ αὐτὴ τὴ μοναξιά; ρώτησε ὁ Πατριάρχης.
- Γνώρισα καλὰ τὸν ἑαυτό μου, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, κι ἔμαθα νὰ τὸν
μέμφωμαι.
- Μεγαλύτερο κέρδος ἀπ’ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀποκτήση στὴ ζωὴ του ὁ
ἄνθρωπος, παραδέχτηκε ὁ Πατριάρχης.
Σὰν ἔφθασε στὴ σκήτη, βγῆκαν οἱ Πατέρες νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν κι ὁ
καθένας ἔβρισκε κάποιο καλὸ λόγο νὰ τοῦ εἰπῇ. Μόνο ὁ Ὅσιος Παμβῶ
στεκόταν παράμερα ἀμίλητος.
- Δὲν θὰ πῇς κι ἐσὺ τίποτε στὸν Πατριάρχη γιὰ νὰ τὸν ὠφελήσῃς; τὸν
ρώτησαν οἱ Γέροντες.
- Ἂν δὲν ὠφεληθῆ ἀπὸ τὴ σιωπή μου, Ἀδελφοί, οὔτε ὁ λόγος μου
πρόκειται νὰ τὸν ὠφελήσῃ, ἀποκρίθηκε ὁ σοφὸς Πατήρ.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.25]