Ζ-1.29, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (25/5/22).

ΚΑΠΟΙΟΣ ἄλλος ἀδελφὸς πῆγε στενοχωρημένος στὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο:
- Βοήθησέ με, Πᾶτερ, τὸν παρακάλεσε. Χάνεται ἡ ψυχή μου.
Ὁ Γέροντας κούνησε λυπημένος τὸ κεφάλι του:
- Ἐγὼ ὁ ἴδιος, παιδί μου, κινδυνεύω, τοῦ εἶπε, κι ἐσὺ γυρεύεις ἀπὸ μένα ἐνίσχυσι;
Ἡ ταπεινοσύνη του ὅμως ἦταν ἀρκετὴ νὰ ὠφελήσῃ τὸν ἀδελφό.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.29]

 

Ζ-1.28, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (25/5/22).

ΡΩΤΗΣΕ κάποιος ἀδελφὸς τὸν ἴδιο Ἀββᾶ Θεόδωρο τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ γιὰ νὰ τηρῇ πάντοτε τὶς θεῖες ἐντολές.ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
- Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐπιθυμία εἶχε κι ὁ συνασκητής μου Ἀββᾶς Θεωνᾶς, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, καὶ ἄκουσε τί ἔκανε: Πῆγε στὸ φοῦρνο ἕνα πρωὶ νὰ ψήση τὰ ψωμιά του. Μόλις τὰ ἔβγαλε ζεστά-ζεστά, ἔτυχε νὰ περάσουν ἀπὸ κεῖ μερικοὶ ζητιάνοι. Χωρὶς δισταγμὸ ὁ Ἀββᾶς Θεωνᾶς τοὺς τὰ μοίρασε ὅλα. Γυρίζοντας στὸ κελλί του, βρῆκε ἄλλους στὸ δρόμο κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἄλλα ψωμιά, τοὺς ἔδωσε τὰ καλάθια. Πιὸ πέρα συνάντησε κάποιον γυμνὸ καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἔβγαλε ἀμέσως τὰ ροῦχα του καὶ τὸν ἕντυσε. Φθάνοντας ὁ ἴδιος γυμνὸς στὸ κελλί του, μεμφόταν πάλι τὸν ἑαυτό του κι ἔλεγε:
«Ἀλλοίμονό μου, ποτὲ δὲν τηρῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.28]

 

Ζ-1.27, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (25/5/22).

ΚΑΘΗΣΕ κάποτε νὰ φάγῃ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης καὶ πρόσεξε πὼς ἔπιναν νερὸ χωρὶς νὰ εἰποῦν προηγουμένως τὸ «εὐλόγησον», ὅπως ἦταν παλιὰ συνήθεια στοὺς Μοναχούς. Ἀναστέναξε τότε βαθειὰ ὁ Γέροντας καὶ εἶπε:
- Ἔχασαν οἱ σημερινοὶ Καλόγεροι τὴν εὐγένειά τους.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.27]