Ζ-1.30, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (1/6/22).

ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑΗ ΟΣΙΑ Θεοδώρα συνήθιζε νὰ λέγη στὶς μαθήτριές της πολὺ συχνά, πὼς οὔτε ἡ μεγάλη ἄσκησις, οὔτε ὁ ὑπερβολικὸς κόπος, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κακοπάθεια μπορεῖ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο ἡ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη τῆς καρδιᾶς. Διηγεῖτο καὶ τὸ ἀκόλουθο ἀνέκδοτο:
Κάποιος Ἐρημίτης εἶχε χάρισμα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διώχνῃ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μία φορά ζήτησε νὰ μάθῃ τί φοβοῦνται περισσότερο κι ἀναγκάζονται νὰ φύγουν.
- Μήπως τὴ νηστεία; Ρώτησε ἕνα ἀπ’ αὐτά.
- Ἐμεῖς, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο, οὔτε τρῶμε, οὔτε πίνομε ποτέ.
- Τὴν ἀγρυπνία τότε;
- Ἐμεῖς δὲν κοιμώμεθα καθόλου.
- Τὴν φυγὴ τοῦ κόσμου;

Τὸ δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά:
- Σπουδαῖο πράγμα τᾶχα. Ἐμεῖς περνᾶμε τὸν περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στὶς ἐρημιές.
- Σ’ ἐξορκίζω, νὰ ὁμολογήσῃς τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς δαμάσῃ,
ἐπέμενε ὁ Γέροντας.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀναγκασμένο ἀπὸ ὑπερκόσμια δύναμι, βιάστηκε νὰ ἀπαντήσῃ.
- Ἡ ταπείνωσις, ποὺ δὲν μποροῦμε ποτὲ ν’ ἀποκτήσωμε.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.30]