Η
ΟΣΙΑ Θεοδώρα συνήθιζε νὰ λέγη στὶς μαθήτριές της πολὺ συχνά, πὼς
οὔτε ἡ μεγάλη ἄσκησις, οὔτε ὁ ὑπερβολικὸς κόπος, οὔτε ὁποιαδήποτε
ἄλλη κακοπάθεια μπορεῖ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο ἡ ἀληθινὴ
ταπεινοφροσύνη τῆς καρδιᾶς. Διηγεῖτο καὶ τὸ ἀκόλουθο ἀνέκδοτο:
Κάποιος Ἐρημίτης εἶχε χάρισμα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διώχνῃ τὰ πονηρὰ
πνεύματα. Μία φορά ζήτησε νὰ μάθῃ τί φοβοῦνται περισσότερο κι
ἀναγκάζονται νὰ φύγουν.
- Μήπως τὴ νηστεία; Ρώτησε ἕνα ἀπ’ αὐτά.
- Ἐμεῖς, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο, οὔτε τρῶμε, οὔτε πίνομε ποτέ.
- Τὴν ἀγρυπνία τότε;
- Ἐμεῖς δὲν κοιμώμεθα καθόλου.
- Τὴν φυγὴ τοῦ κόσμου;
Τὸ δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά:
- Σπουδαῖο πράγμα τᾶχα. Ἐμεῖς περνᾶμε τὸν περισσότερο καιρό μας
τριγυρίζοντας στὶς ἐρημιές.
- Σ’ ἐξορκίζω, νὰ ὁμολογήσῃς τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς
δαμάσῃ, ἐπέμενε ὁ Γέροντας.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀναγκασμένο ἀπὸ ὑπερκόσμια δύναμι, βιάστηκε νὰ
ἀπαντήσῃ.
- Ἡ ταπείνωσις, ποὺ δὲν μποροῦμε ποτὲ ν’ ἀποκτήσωμε.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.30]