Ζ-1.31, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (8/6/22).
ΨΗΛΟΤΕΡΑ ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές, συνήθιζε νὰ λέγῃ ὁ Ἀββᾶς
Ἰωάννης ὁ Κολοβός, στέκονται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ
ταπεινοφροσύνη.
Κάποτε ρώτησε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτας του, ποιὸς νόμιζε πὼς
πούλησε τὸν Ἰωσήφ.
- Τ’ ἀδέλφια του, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
- Ὄχι, εἶπε ὁ Γέροντας. Ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
Δὲν μποροῦσε τάχα, τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν πουλοῦσαν, νὰ διαμαρτυρηθῇ καὶ
νὰ φωνάξῃ πώς εἶναι ἀδελφός τους; Σώπασε ὅμως κι ἄφησε νὰ τὸν δώσουν
στοὺς ἐμπόρους. Αὐτή του ἡ ταπείνωσις τὸν ἔκανε ἄρχοντα στὴν
Αἴγυπτο.
Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε:
- Τί ἀνόητοι ποὺ εἴμεθα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι! Πετᾶμε μακριὰ τὸ
ἐλαφρότερο φορτίο, τὴν παραδοχὴ τοῦ λάθους μας καὶ τὸ «συγχώρεσε
μέ», καὶ φορτωνόμαστε τὸ πιὸ βαρύ, τὴ δικαιολογία.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ οἱ Πατέρες τῆς
σκήτης συνήθιζαν νὰ λένε γι’ αὐτόν:
- Ὁ Κολοβὸς μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη του ἔχει κρεμάσει τὴ σκήτη
ὁλόκληρη στὸ μικρό του δακτυλάκι.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.31]