Ζ-1.36, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (22/6/22).

ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΕΛΕΓΕ ὁ ὅσιος Ποιμὴν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσίδωρο, τὸν πρεσβύτερο τῆς σκήτης, πὼς περνοῦσε τὸ περισσότερο μέρος τῆς ἡμέρας του σκυμμένος πάνω στὸ ἐργόχειρό του. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴ βασανίζῃ τόσο τὸ γερασμένο σῶμα του.
- Ἂν μὲ πιάσουν καὶ μὲ κάψουν ζωντανό, τοὺς ἔλεγε ἐκεῖνος, καὶ σκορπίσουν τὴ σκόνη μου στοὺς τέσσερεις ἀνέμους, δὲ θὰ εἶναι σπουδαία θυσία μπροστὰ σ’ ἐκείνη τὴν ἀπέραντη ποὺ ἔκανε γιὰ μένα ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Καμμιὰ φορά τὸν πολεμοῦσε ὁ λογισμός του νὰ καυχηθῇ γιὰ κάποια του ἀρετή. Τότε ὁ μακάριος Ἰσίδωρος ἔλεγε στὸν ἑαυτό του:
- Μήπως νομίζεις, πώς ἔγινες κανένας Μέγας Ἀντώνιος ἢ κὰν ἴδιος μὲ τὸν Ἀββᾶ Παμβῶ ἢ μὲ τοὺς ἄλλους Πατέρας, πού εὐηρέστησαν στὸ Θεό;
Ὅταν πάλι ὁ διάβολος δοκίμαζε νὰ τὸν ρίξῃ στὴν μικροψυχία καὶ τοῦ ψιθύριζε στὴ διάνοια, πὼς παρ’ ὅλους τούς κόπους, δὲν ἐπρόκειτο νὰ σωθῇ, ἀλλὰ θὰ καταδικαζότανε στὴν αἰώνια κόλαση, ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρινόταν μὲ θυμό:
- Καὶ στὴν κόλασι νὰ πάω, κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου θὰ σ’ ἔχω διάβολε.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.36]